σπύραθος: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(38)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spyrathos
|Transliteration C=spyrathos
|Beta Code=spu/raqos
|Beta Code=spu/raqos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ</b> or ἡ,= <b class="b3">σπυράς</b>, only in pl., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>, <span class="bibl">34</span>, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for <b class="b3">σπυρίθιον</b> in Id.<span class="title">Ther.</span>19 (pl.); σφυραθία, ἡ, <span class="bibl">Poll.5.91</span>: also σπύρδαρα ibid. (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. [[-δανα]]).</span>
|Definition=[ῠ], ὁ or ἡ, = [[σπυράς]], only in plural, Hp.''Nat.Mul.''32, 34, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for [[σπυρίθιον]] in Id.''Ther.''19 (pl.); σφυραθία, ἡ, Poll.5.91: also [[σπύρδαρα]] ibid. ([[varia lectio|v.l.]] -δανα).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπύρᾰθος''': [ῠ], ὁ ἢ ἡ, = [[σπυράς]], μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 571. 18., 575. 48, Διοσκ. 2. 98˙ οὕτω σπυράθιον, τό, Διοσκ. 6. 55˙ σπυραθία, ἡ, [[Πολυδ]]. Ε΄, 91.
|lstext='''σπύρᾰθος''': [ῠ], ὁ ἢ ἡ, = [[σπυράς]], μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 571. 18., 575. 48, Διοσκ. 2. 98˙ οὕτω σπυράθιον, τό, Διοσκ. 6. 55˙ σπυραθία, ἡ, Πολυδ. Ε΄, 91.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πύραθος]], ὁ, ἡ, Α<br />στρογγυλή, [[σπειροειδής]] [[κοπριά]], [[ιδίως]] τών αιγοπροβάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]]), που μαρτυρείται και [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πύραθος]]), [[αλλά]] και με δασύ [[σύμφωνο]] -<i>φ</i>-: <i>σφυρ</i>-<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]). Ο τ. έχει παραχθεί από ένα προσηγορικό σε -<i>ο</i> ή -<i>ᾱ</i>- που μαρτυρείται στη Βαλτική: λιθουαν. <i>spira</i>, <i>spiros</i> «[[περίττωμα]] μικρού ζώου», λεττον. <i>spiras</i>- και εμφανίζει, όπως και οι τ. της Βαλτικής, τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με φωνηεντισμό -<i>υ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπυρίς]], [[ἄγυρις]], [[λύκος]]). Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται και ο [[παράλληλος]] τ. <i>σπυρ</i>-<i>άς</i> σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>άς</i>, <i>ισχ</i>-<i>άς</i>). Αντίθετα, με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-, [[δασεία]] οδοντική [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σπυρ</i>-<i>θίζω</i>) και εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υγγες</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στόρθ</i>-<i>υγξ</i>) μαρτυρείται ο τ. <i>σπόρθ</i>-<i>υγγες</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>spor</i>-<i>dh</i>-), που συνδέεται με τα ισλδ. <i>spard</i> «[[κόπρος]] προβάτου» και <i>sperdill</i> «[[κόπρος]] αίγας». Οι τ., [[τέλος]], συνδέονται πιθ. με την [[οικογένεια]] του ρ. [[σπαίρω]] και της λ. [[σφαίρα]]].
|mltxt=και [[πύραθος]], ὁ, ἡ, Α<br />στρογγυλή, [[σπειροειδής]] [[κοπριά]], [[ιδίως]] τών αιγοπροβάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]]), που μαρτυρείται και [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πύραθος]]), [[αλλά]] και με δασύ [[σύμφωνο]] -<i>φ</i>-: <i>σφυρ</i>-<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]). Ο τ. έχει παραχθεί από ένα προσηγορικό σε -<i>ο</i> ή -<i>ᾱ</i>- που μαρτυρείται στη Βαλτική: λιθουαν. <i>spira</i>, <i>spiros</i> «[[περίττωμα]] μικρού ζώου», λεττον. <i>spiras</i>- και εμφανίζει, όπως και οι τ. της Βαλτικής, τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με φωνηεντισμό -<i>υ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπυρίς]], [[ἄγυρις]], [[λύκος]]). Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται και ο [[παράλληλος]] τ. <i>σπυρ</i>-<i>άς</i> σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[λιθάς]], [[ισχάς]]). Αντίθετα, με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-, [[δασεία]] οδοντική [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- ([[πρβλ]]. [[σπυρθίζω]]) και εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υγγες</i> ([[πρβλ]]. [[στόρθυγξ]]) μαρτυρείται ο τ. <i>σπόρθ</i>-<i>υγγες</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>spor</i>-<i>dh</i>-), που συνδέεται με τα ισλδ. <i>spard</i> «[[κόπρος]] προβάτου» και <i>sperdill</i> «[[κόπρος]] αίγας». Οι τ., [[τέλος]], συνδέονται πιθ. με την [[οικογένεια]] του ρ. [[σπαίρω]] και της λ. [[σφαίρα]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπύρᾰθος Medium diacritics: σπύραθος Low diacritics: σπύραθος Capitals: ΣΠΥΡΑΘΟΣ
Transliteration A: spýrathos Transliteration B: spyrathos Transliteration C: spyrathos Beta Code: spu/raqos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ or ἡ, = σπυράς, only in plural, Hp.Nat.Mul.32, 34, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for σπυρίθιον in Id.Ther.19 (pl.); σφυραθία, ἡ, Poll.5.91: also σπύρδαρα ibid. (v.l. -δανα).

German (Pape)

[Seite 926] ὁ od. ἡ, runder Mist, bes. der Ziegen u. Schaafe, Schaaflorbeer, Sp. – Hängt wohl mit σπεῖρα zusammen u. bedeutet jeden rund gedrehten Körper.

Greek (Liddell-Scott)

σπύρᾰθος: [ῠ], ὁ ἢ ἡ, = σπυράς, μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 571. 18., 575. 48, Διοσκ. 2. 98˙ οὕτω σπυράθιον, τό, Διοσκ. 6. 55˙ σπυραθία, ἡ, Πολυδ. Ε΄, 91.

Greek Monolingual

και πύραθος, ὁ, ἡ, Α
στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ σύμφωνο -φ-: σφυρ-άς (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Ο τ. έχει παραχθεί από ένα προσηγορικό σε -ο ή -- που μαρτυρείται στη Βαλτική: λιθουαν. spira, spiros «περίττωμα μικρού ζώου», λεττον. spiras- και εμφανίζει, όπως και οι τ. της Βαλτικής, τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σπυρίς, ἄγυρις, λύκος). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται και ο παράλληλος τ. σπυρ-άς σχηματισμένος με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. λιθάς, ισχάς). Αντίθετα, με φωνηεντισμό -ο-, δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. σπυρθίζω) και εκφραστικό επίθημα -υγγες (πρβλ. στόρθυγξ) μαρτυρείται ο τ. σπόρθ-υγγες (< IE spor-dh-), που συνδέεται με τα ισλδ. spard «κόπρος προβάτου» και sperdill «κόπρος αίγας». Οι τ., τέλος, συνδέονται πιθ. με την οικογένεια του ρ. σπαίρω και της λ. σφαίρα].