συγκατοικίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatoikizo
|Transliteration C=sygkatoikizo
|Beta Code=sugkatoiki/zw
|Beta Code=sugkatoiki/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">colonize jointly, join in colonizing</b>, τὴν Σάμον <span class="bibl">Hdt.3.149</span>, cf. <span class="bibl">Th.6.4</span>; <b class="b2">restore jointly</b>, <b class="b3">Λεοντίνους</b> ib. <span class="bibl">79</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. τινά τινι</b> <b class="b2">settle</b> or <b class="b2">plant</b> in a place <b class="b2">along with</b>, αὐταῖς σ. δάκη <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>646</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph., <b class="b2">establish jointly</b>, μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια <span class="bibl">Th.2.41</span>; τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα <span class="bibl">Max.Tyr.7.5</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[colonize jointly]], [[join in colonizing]], τὴν Σάμον [[Herodotus|Hdt.]]3.149, cf. Th.6.4; [[restore jointly]], [[Λεοντίνους]] ib. 79.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. τινά τινι</b> [[settle]] or [[plant]] in a place [[along with]], αὐταῖς σ. δάκη E.''Hipp.''646.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[establish jointly]], μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Th.2.41; τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα Max.Tyr.7.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] mit oder zugleich in eine Wohnung od. ein Land setzen, Eur. Hipp. 646; ein Land mit Bewohnern versehen, Her. 3, 149; gründen helfen, Thuc. 6, 4. 8; auch μνημεῖα ἀΐδια, 2, 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] mit oder zugleich in eine Wohnung od. ein Land setzen, Eur. Hipp. 646; ein Land mit Bewohnern versehen, Her. 3, 149; gründen helfen, Thuc. 6, 4. 8; auch μνημεῖα ἀΐδια, 2, 41.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[fonder ensemble]];<br /><b>2</b> [[aider à peupler]], [[à coloniser]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατοικίζω, Att. ξυγκατοικίζω doen samenwonen met, met acc. en dat.. Eur. Hipp. 646. mede koloniseren, helpen koloniseren. helpen naar het vaderland terug te brengen. Thuc. 6.79.2. tegelijk oprichten:. μνημεῖα monumenten Thuc. 2.41.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατοικίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[совместно заселять или помогать заселить]] (τὴν Σάμον Her., ''[[sc.]]'' Σελινοῦντα Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[селить вместе]] (τινά τινι Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[воздвигать вместе]] (μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν Thuc.).
}}
{{grml
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῖς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῖνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατοικίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εγκαθιστώ]], [[αποικίζω]] από κοινού, [[συμβάλλω]] στον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαθιστώ]] κάποιον σε κάποιον [[τόπο]] μαζί με άλλους, [[βάζω]] κάποιον να μείνει μαζί με άλλους, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ιδρύω]] από κοινού, σε Θουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατοικίζω''': [[κατοικίζω]] [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς τὸ κατοικίζειν, τὴν Σάμον Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 4., 8. 79. ΙΙ. τοποθετῶ τινα πλησίον τινός, βάλλω αὐτὸν νὰ μένῃ μετ’ [[αὐτοῦ]] ὡς [[σύνοικος]], χρῆν δ’ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν, ἄφθογγα δ’ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη, δὲν πρέπει δὲ νὰ βάλλῃ τις πλησίον εἰς τὰς γυναῖκας προσπόλους, ἀλλὰ νὰ συγκατοικίζῃ μὲ αὐτὰς ζῷα μὴ δυνάμενα νὰ ὁμιλῶσι, Εὐρ. Ἱππ. 646. ΙΙΙ. μεταφ., ἀπὸ κοινοῦ [[ἱδρύω]], μνημεῖα κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἀΐδια Θουκ. 2. 41· ἔρωτα τοῖς λογισμοῖς Μάξιμ. Τύρ. 7. 5.
|lstext='''συγκατοικίζω''': [[κατοικίζω]] [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς τὸ κατοικίζειν, τὴν Σάμον Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 4., 8. 79. ΙΙ. τοποθετῶ τινα πλησίον τινός, βάλλω αὐτὸν νὰ μένῃ μετ’ [[αὐτοῦ]] ὡς [[σύνοικος]], χρῆν δ’ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν, ἄφθογγα δ’ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη, δὲν πρέπει δὲ νὰ βάλλῃ τις πλησίον εἰς τὰς γυναῖκας προσπόλους, ἀλλὰ νὰ συγκατοικίζῃ μὲ αὐτὰς ζῷα μὴ δυνάμενα νὰ ὁμιλῶσι, Εὐρ. Ἱππ. 646. ΙΙΙ. μεταφ., ἀπὸ κοινοῦ [[ἱδρύω]], μνημεῖα κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἀΐδια Θουκ. 2. 41· ἔρωτα τοῖς λογισμοῖς Μάξιμ. Τύρ. 7. 5.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<b>1</b> fonder ensemble;<br /><b>2</b> aider à peupler, à coloniser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικίζω]].
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[colonise]] [[jointly]], [[join]] in colonising, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[plant]] in a [[place]] [[along]] with others, Eur.<br /><b class="num">III.</b> metaph. to [[establish]] [[jointly]], Thuc.
}}
{{grml
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικίζω Medium diacritics: συγκατοικίζω Low diacritics: συγκατοικίζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: synkatoikízō Transliteration B: synkatoikizō Transliteration C: sygkatoikizo Beta Code: sugkatoiki/zw

English (LSJ)

A colonize jointly, join in colonizing, τὴν Σάμον Hdt.3.149, cf. Th.6.4; restore jointly, Λεοντίνους ib. 79.
II σ. τινά τινι settle or plant in a place along with, αὐταῖς σ. δάκη E.Hipp.646.
III metaph., establish jointly, μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Th.2.41; τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα Max.Tyr.7.5.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich in eine Wohnung od. ein Land setzen, Eur. Hipp. 646; ein Land mit Bewohnern versehen, Her. 3, 149; gründen helfen, Thuc. 6, 4. 8; auch μνημεῖα ἀΐδια, 2, 41.

French (Bailly abrégé)

1 fonder ensemble;
2 aider à peupler, à coloniser.
Étymologie: σύν, κατοικίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατοικίζω, Att. ξυγκατοικίζω doen samenwonen met, met acc. en dat.. Eur. Hipp. 646. mede koloniseren, helpen koloniseren. helpen naar het vaderland terug te brengen. Thuc. 6.79.2. tegelijk oprichten:. μνημεῖα monumenten Thuc. 2.41.4.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικίζω:
1 совместно заселять или помогать заселить (τὴν Σάμον Her., sc. Σελινοῦντα Thuc.);
2 селить вместе (τινά τινι Eur.);
3 воздвигать вместе (μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν Thuc.).

Greek Monolingual

αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α κατοικίζω
1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία
2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῖς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν μαζί (α. «Ρηγῖνοι ὄντες Χαλκιδῃς Χαλκιδέας ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», Θουκ.
β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)
4. ιδρύω από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν», Θουκ.).

Greek Monotonic

συγκατοικίζω: μέλ. -σω,
I. εγκαθιστώ, αποικίζω από κοινού, συμβάλλω στον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. εγκαθιστώ κάποιον σε κάποιον τόπο μαζί με άλλους, βάζω κάποιον να μείνει μαζί με άλλους, σε Ευρ.
III. μεταφ., ιδρύω από κοινού, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικίζω: κατοικίζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὸ κατοικίζειν, τὴν Σάμον Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 4., 8. 79. ΙΙ. τοποθετῶ τινα πλησίον τινός, βάλλω αὐτὸν νὰ μένῃ μετ’ αὐτοῦ ὡς σύνοικος, χρῆν δ’ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν, ἄφθογγα δ’ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη, δὲν πρέπει δὲ νὰ βάλλῃ τις πλησίον εἰς τὰς γυναῖκας προσπόλους, ἀλλὰ νὰ συγκατοικίζῃ μὲ αὐτὰς ζῷα μὴ δυνάμενα νὰ ὁμιλῶσι, Εὐρ. Ἱππ. 646. ΙΙΙ. μεταφ., ἀπὸ κοινοῦ ἱδρύω, μνημεῖα κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἀΐδια Θουκ. 2. 41· ἔρωτα τοῖς λογισμοῖς Μάξιμ. Τύρ. 7. 5.

Middle Liddell

fut. σω
I. to colonise jointly, join in colonising, Hdt., Thuc.
II. to plant in a place along with others, Eur.
III. metaph. to establish jointly, Thuc.