τιμονιέρης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν·1. ο [[χειριστής]] τιμονιού, [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνήτης]] («[[τιμονιέρης]] του κράτους [[είναι]] ο [[πρωθυπουργός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>timoniere</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τιμόνι]]).
|mltxt=ο, Ν·1. ο [[χειριστής]] τιμονιού, [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνήτης]] («[[τιμονιέρης]] του κράτους [[είναι]] ο [[πρωθυπουργός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>timoniere</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τιμόνι]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν·1. ο χειριστής τιμονιού, πηδαλιούχος
2. μτφ. κυβερνήτηςτιμονιέρης του κράτους είναι ο πρωθυπουργός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. timoniere (βλ. λ. τιμόνι].