τλητός: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
(41) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tlitos | |Transliteration C=tlitos | ||
|Beta Code=tlhto/s | |Beta Code=tlhto/s | ||
|Definition= | |Definition=τλητή, τλητόν, Dor. τλᾱτός, ά, όν:<br><span class="bld">I</span> Act., [[patient]], [[steadfast in suffering]] or [[labour]], θυμός Il.24.49.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be endured]], always with neg., <b class="b3">οὐ τ.</b> not to [[be endured]], in[[tolerable]], οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν.. ἔπος [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1065 (anap.); <b class="b3">οὐκ ἔστι τοὔγρον τ.</b> [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''466; <b class="b3">οὐ τλητόν [ἐστι]</b>, c. inf., E.''Med.''797, ''Alc.''887 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. [[ὑπομενητικός]]. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι [[τοὔργον]] τλητόν, Soph. Ai. 461. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. [[ὑπομενητικός]]. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι [[τοὔργον]] τλητόν, Soph. Ai. 461. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[patient]], [[courageux]];<br /><b>2</b> qu'on peut <i>ou</i> qu'il faut supporter, tolérable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τλάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τλητός:''' дор. [[τλατός|τλᾱτός]] 3 [adj. verb. к [[τλῆναι]]<br /><b class="num">1</b> [[терпеливый]], [[выносливый]], [[стойкий]] ([[θυμός]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[выносимый]]: οὐ τ. Trag. невыносимый. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τλητός''': -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *[[τλάω]] (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν [[εἶναι]] ὑποφερτόν, [[εἶναι]] ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι [[τοὖργον]] τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454. | |lstext='''τλητός''': -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *[[τλάω]] (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν [[εἶναι]] ὑποφερτόν, [[εἶναι]] ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι [[τοὖργον]] τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τλητικός]] («τλητὸν γὰρ | |mltxt=και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τλητικός]] («τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπομείνει, [[υποφερτός]] («οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>- / <i>τλᾶ</i>-(<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τλητός:''' -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *[[τλάω]]·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[υπομονετικός]], [[καρτερικός]], [[σταθερός]] στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με αρνήση, οὐ [[τλητός]], δεν είναι [[υποφερτός]], είναι [[ανυπόφορος]], σε Τραγ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τλητός]], ή, όν verb. adj.of *[[τλάω]]:]<br /><b class="num">I.</b> act. [[suffering]], [[enduring]], [[patient]], [[steadfast]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, [[intolerable]], Trag. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[paciente]] de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., τερψίμβροτε, Μινῴα, λοχιάς, Θηβαία, τλητή <b class="b3">a ti te suplico, que alegras a los mortales, Minoica, protectora de los nacimientos, Tebana, paciente</b> P IV 2285 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:07, 7 February 2024
English (LSJ)
τλητή, τλητόν, Dor. τλᾱτός, ά, όν:
I Act., patient, steadfast in suffering or labour, θυμός Il.24.49.
II Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, intolerable, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν.. ἔπος A.Pr.1065 (anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj.466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med.797, Alc.887 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1123] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 patient, courageux;
2 qu'on peut ou qu'il faut supporter, tolérable.
Étymologie: adj. verb. de τλάω.
Russian (Dvoretsky)
τλητός: дор. τλᾱτός 3 [adj. verb. к τλῆναι
1 терпеливый, выносливый, стойкий (θυμός Hom.);
2 выносимый: οὐ τ. Trag. невыносимый.
Greek (Liddell-Scott)
τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *τλάω (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, καρτερικός, σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν εἶναι ὑποφερτόν, εἶναι ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... ἔπος Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι τοὖργον τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.
English (Autenrieth)
(τλῆναι): enduring, Il. 24.49†.
Spanish
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α
1. τλητικός («τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.)
2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- / τλᾶ-(βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + επίθημα -τός].
Greek Monotonic
τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *τλάω·
I. Ενεργ., υπομονετικός, καρτερικός, σταθερός στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. με αρνήση, οὐ τλητός, δεν είναι υποφερτός, είναι ανυπόφορος, σε Τραγ.
Middle Liddell
τλητός, ή, όν verb. adj.of *τλάω:]
I. act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il.
II. pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.
Léxico de magia
-όν paciente de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., τερψίμβροτε, Μινῴα, λοχιάς, Θηβαία, τλητή a ti te suplico, que alegras a los mortales, Minoica, protectora de los nacimientos, Tebana, paciente P IV 2285