ἀπόβρεγμα: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apovregma | |Transliteration C=apovregma | ||
|Beta Code=a)po/bregma | |Beta Code=a)po/bregma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[infusion]], Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.''CA''1.1, Plu.2.614b. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[infusión]], [[cocimiento de hierbas]] ἀσταφίδος [[ἀπόβρεγμα]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.<i>CA</i> 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ [[ἀπόβρεγμα]] εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[infusion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρέχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόβρεγμα:''' ατος τό настой, отвар Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπόβρεγμα''': -ατος, το, [[ἔγχυμα]], [[ἀπόβρεγμα]] παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρεγμα]])<br />[[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί [[σπόρος]] φυτού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
infusión, cocimiento de hierbas ἀσταφίδος ἀπόβρεγμα Hp.Nat.Mul.105, παλιούρου Agatarch.61, Str.16.4.17, ῥοδοδένδρων Dsc.4.81, ἀνδράχνης Sor.38.11, ἀψινθίου Aret.CA 1.1.25, περιστερεώνων Plu.2.614b, λέγεται δὲ ῥαινόμενόν τε συμποσίοις τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ποιεῖν Thessal.146.5.
German (Pape)
[Seite 298] τό, Aufguß, Abguß, Diosc.; τινός Plut. Symp. 1, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
infusion.
Étymologie: ἀπό, βρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόβρεγμα: ατος τό настой, отвар Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβρεγμα: -ατος, το, ἔγχυμα, ἀπόβρεγμα παλιούρου Στράβ. 776, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Πλούτ. 2. 614B.
Greek Monolingual
το (AM ἀπόβρεγμα)
νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού.