ἰδιογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idiognomon
|Transliteration C=idiognomon
|Beta Code=i)diognw/mwn
|Beta Code=i)diognw/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">holding one's own opinion</b>, Hp.<b class="b2">Aër</b>.24, <span class="bibl">Phryn.Com.18</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1151b12</span>.</span>
|Definition=ἰδιογνώμον, gen. ονος, [[holding one's own opinion]], Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1151b12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1236.png Seite 1236]] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1236.png Seite 1236]] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui a son opinion particulière]], [[qui pense par soi-même]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιογνώμων:''' 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιογνώμων''': -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, [[αὐτογνώμων]], [[ἰδιότροπος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.
|lstext='''ἰδιογνώμων''': -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, [[αὐτογνώμων]], [[ἰδιότροπος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιογνώμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[γνώμη]], [[χωρίς]] να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιογνωμόνως</i> (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυθόρμητα<br /><b>αρχ.</b><br />με ξεχωριστή, με προσωπική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[ἰδιογνώμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[γνώμη]], [[χωρίς]] να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιογνωμόνως</i> (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυθόρμητα<br /><b>αρχ.</b><br />με ξεχωριστή, με προσωπική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[ευγνώμων]], [[ισχυρογνώμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=holding one's own [[opinion]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογνώμων Medium diacritics: ἰδιογνώμων Low diacritics: ιδιογνώμων Capitals: ΙΔΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: idiognṓmōn Transliteration B: idiognōmōn Transliteration C: idiognomon Beta Code: i)diognw/mwn

English (LSJ)

ἰδιογνώμον, gen. ονος, holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.

German (Pape)

[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογνώμων: 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, ισχυρογνώμων.

Greek Monotonic

ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.

Middle Liddell

holding one's own opinion, Arist.