πυρδαής: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrdais
|Transliteration C=pyrdais
|Beta Code=purdah/s
|Beta Code=purdah/s
|Definition=ές, (<b class="b3">δαίω</b> (A)) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">burning with fire, incendiary</b>, <b class="b3">πυρδαῆ τινα πρόνοιαν</b> (πυρδαῆτιν <b class="b3">πρόνοιαν</b> cj. Hermann), of Althaea burning Meleager's fatal torch, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>606</span> (lyr.).</span>
|Definition=πυρδαές, ([[δαίω]] (A)) [[burning with fire]], [[incendiary]], <b class="b3">πυρδαῆ τινα πρόνοιαν</b> (πυρδαῆτιν [[πρόνοιαν]] cj. Hermann), of Althaea burning Meleager's fatal torch, A.''Ch.''606 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πυρδαής''': -ές, ([[δαίω]]) ὁ ἐν πυρὶ καίων, [[καυστικός]], [[φλογερός]], [[πυριφλεγής]], πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (Ἕρμανν. πυρδαῆτιν πρόνοιαν, [[χάριν]] τοῦ μέτρου), ἐπὶ τῆς Ἀλθαίας καιούσης τὸν ὀλέθριον τῷ Μελεάγρῳ δαλόν, Αἰσχύλ. Χο. 606.
|btext=ής, ές :<br />[[qui consume par le feu]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[δαίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυρδαής -ές &#91;[[πῦρ]], [[δαίω]]] trag. brandend van het vuur.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />qui consume par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[δαίω]].
|elrutext='''πυρδᾰής:''' [[сожигательный]], [[сжигающий]]: π. [[πρόνοια]] Aesch. намерение сжечь (об [[Ἀλθαίη]], матери Мелеагра).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει [[κάτι]] στη [[φωτιά]], [[εμπρηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάος]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[καίω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>δαής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει [[κάτι]] στη [[φωτιά]], [[εμπρηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάος]] <span style="color: red;"><</span> [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[καίω]]»), [[πρβλ]]. [[ημιδαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυρδαής:''' -ές ([[δαίω]]), αυτός που καίει στην [[πυρά]], [[καυστικός]], [[φλογερός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πυρδαής:''' -ές ([[δαίω]]), αυτός που καίει στην [[πυρά]], [[καυστικός]], [[φλογερός]], σε Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''πυρδαής''': -ές, ([[δαίω]]) ὁ ἐν πυρὶ καίων, [[καυστικός]], [[φλογερός]], [[πυριφλεγής]], πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (Ἕρμανν. πυρδαῆτιν πρόνοιαν, [[χάριν]] τοῦ μέτρου), ἐπὶ τῆς Ἀλθαίας καιούσης τὸν ὀλέθριον τῷ Μελεάγρῳ δαλόν, Αἰσχύλ. Χο. 606.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πυρ-δαής, ές [[δαίω]]<br />[[burning]] with [[fire]], [[incendiary]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρδᾰής Medium diacritics: πυρδαής Low diacritics: πυρδαής Capitals: ΠΥΡΔΑΗΣ
Transliteration A: pyrdaḗs Transliteration B: pyrdaēs Transliteration C: pyrdais Beta Code: purdah/s

English (LSJ)

πυρδαές, (δαίω (A)) burning with fire, incendiary, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (πυρδαῆτιν πρόνοιαν cj. Hermann), of Althaea burning Meleager's fatal torch, A.Ch.606 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 821] ές, im Feuer brennend, μήσατο πυρδαῆ τινα πρόνοιαν, Aesch. Ch. 598.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume par le feu.
Étymologie: πῦρ, δαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρδαής -ές [πῦρ, δαίω] trag. brandend van het vuur.

Russian (Dvoretsky)

πυρδᾰής: сожигательный, сжигающий: π. πρόνοια Aesch. намерение сжечь (об Ἀλθαίη, матери Мелеагра).

Greek Monolingual

-ές, Α
(για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό του Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημιδαής].

Greek Monotonic

πυρδαής: -ές (δαίω), αυτός που καίει στην πυρά, καυστικός, φλογερός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρδαής: -ές, (δαίω) ὁ ἐν πυρὶ καίων, καυστικός, φλογερός, πυριφλεγής, πυρδαῆ τινα πρόνοιαν (Ἕρμανν. πυρδαῆτιν πρόνοιαν, χάριν τοῦ μέτρου), ἐπὶ τῆς Ἀλθαίας καιούσης τὸν ὀλέθριον τῷ Μελεάγρῳ δαλόν, Αἰσχύλ. Χο. 606.

Middle Liddell

πυρ-δαής, ές δαίω
burning with fire, incendiary, Aesch.