σιναμωρέω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sinamoreo
|Transliteration C=sinamoreo
|Beta Code=sinamwre/w
|Beta Code=sinamwre/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ravage</b> or <b class="b2">destroy wantonly</b>, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν <span class="bibl">Hdt.1.152</span>, cf. <span class="bibl">8.35</span>: intr., Phld.<span class="title">Herc.</span>1457.12; <b class="b3">σ. ἔς τι</b> Paus 2.32.3:—Pass., <b class="b2">to be treated wantonly</b>, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1070</span>.</span>
|Definition=[[ravage]] or [[destroy wantonly]], τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν [[Herodotus|Hdt.]]1.152, cf. 8.35: intr., Phld.''Herc.''1457.12; <b class="b3">σ. ἔς τι</b> Paus 2.32.3:—Pass., to [[be treated wantonly]], γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar.''Nu.''1070.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0882.png Seite 882]] beschädigen, verletzen, verheeren, verwüsten; τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν, Her. 1, 152; ὅσα ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον, 8, 35. – Bei den Attikern = benaschen, aus Näscherei heimlich entwenden, u. übertr. nach verstohlenem Liebesgenuß lüstern sein, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar. Nubb. 1053, das Weib läßt sich gern benaschen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0882.png Seite 882]] beschädigen, verletzen, verheeren, verwüsten; τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν, Her. 1, 152; ὅσα ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον, 8, 35. – Bei den Attikern = benaschen, aus Näscherei heimlich entwenden, u. übertr. nach verstohlenem Liebesgenuß lüstern sein, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar. Nubb. 1053, das Weib läßt sich gern benaschen.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σῐνᾰμωρέω''': ([[σινάμωρος]]) [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]] ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
|btext=[[σιναμωρῶ]] :<br /><b>1</b> [[gâter]] ; piller, dévaster, acc.;<br /><b>2</b> [[mâchonner par gourmandise]].<br />'''Étymologie:''' [[σινάμωρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιναμωρέω [σινάμωρος] Ion. imperf. 3 plur. ἐσιναμώρεον, verwoesten, schaden; seks. pass.. σιναμωρεῖσθαι bruut genomen worden Aristoph. Nub. 1070.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> gâter ; piller, dévaster, acc.;<br /><b>2</b> mâchonner par gourmandise.<br />'''Étymologie:''' [[σινάμωρος]].
|elrutext='''σῐνᾰμωρέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[повреждать]], [[разорять]] (πόλιν Her.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[использовать]], [[вкушать]] (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐνᾰμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σινάμωρος]]), [[λυμαίνομαι]] ή [[προκαλώ]] τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, [[αφανίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[θύμα]] ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σῐνᾰμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σινάμωρος]]), [[λυμαίνομαι]] ή [[προκαλώ]] τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, [[αφανίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[θύμα]] ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''σῐνᾰμωρέω''': ([[σινάμωρος]]) [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[καταστρέφω]] ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐνᾰμωρέω, fut. -ήσω [[σινάμωρος]]<br />to [[ravage]] or [[destroy]] [[wantonly]], Hdt.:—Pass. to be treated [[wantonly]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰμωρέω Medium diacritics: σιναμωρέω Low diacritics: σιναμωρέω Capitals: ΣΙΝΑΜΩΡΕΩ
Transliteration A: sinamōréō Transliteration B: sinamōreō Transliteration C: sinamoreo Beta Code: sinamwre/w

English (LSJ)

ravage or destroy wantonly, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν Hdt.1.152, cf. 8.35: intr., Phld.Herc.1457.12; σ. ἔς τι Paus 2.32.3:—Pass., to be treated wantonly, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar.Nu.1070.

German (Pape)

[Seite 882] beschädigen, verletzen, verheeren, verwüsten; τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν, Her. 1, 152; ὅσα ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον, 8, 35. – Bei den Attikern = benaschen, aus Näscherei heimlich entwenden, u. übertr. nach verstohlenem Liebesgenuß lüstern sein, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar. Nubb. 1053, das Weib läßt sich gern benaschen.

French (Bailly abrégé)

σιναμωρῶ :
1 gâter ; piller, dévaster, acc.;
2 mâchonner par gourmandise.
Étymologie: σινάμωρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιναμωρέω [σινάμωρος] Ion. imperf. 3 plur. ἐσιναμώρεον, verwoesten, schaden; seks. pass.. σιναμωρεῖσθαι bruut genomen worden Aristoph. Nub. 1070.

Russian (Dvoretsky)

σῐνᾰμωρέω:
1 повреждать, разорять (πόλιν Her.);
2 перен. использовать, вкушать (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).

Greek Monotonic

σῐνᾰμωρέω: μέλ. -ήσω (σινάμωρος), λυμαίνομαι ή προκαλώ τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, αφανίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., γίνομαι θύμα ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνᾰμωρέω: (σινάμωρος) βλάπτω, λυμαίνομαι, καταστρέφω ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· ὡσαύτως ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.

Middle Liddell

σῐνᾰμωρέω, fut. -ήσω σινάμωρος
to ravage or destroy wantonly, Hdt.:—Pass. to be treated wantonly, Ar.