συνειλέω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneileo
|Transliteration C=syneileo
|Beta Code=suneile/w
|Beta Code=suneile/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crowd together</b>, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας <span class="bibl">Hdt.3.45</span>; also of things, <b class="b2">bind together</b>, ῥάβδους <span class="bibl">Id.4.67</span>:—Pass., <b class="b2">to be crowded</b> or <b class="b2">pressed together</b>, <b class="b3">εἰς ἔλαττον</b> into less compass, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.2.8</span>; περὶ τὸν ναόν <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.3.1</span>: abs., <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>60</span> (so <b class="b3">ἑαυτὸν συνειλήσας</b>, of the hedgehog, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>6.64</span>); <b class="b3">τροφὴ συνειληθεῖσα</b> <b class="b2">compressed</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.14.8</span>; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.7</span>; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span> 14</span>: metaph., σ. ἀπορίᾳ <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.304</span>.</span>
|Definition=[[crowd together]], τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας [[Herodotus|Hdt.]]3.45; also of things, [[bind together]], ῥάβδους Id.4.67:—Pass., to [[be crowded]] or [[pressed together]], <b class="b3">εἰς ἔλαττον</b> into less compass, X.''HG''7.2.8; περὶ τὸν ναόν J.''BJ''5.3.1: abs., Plu. ''Alex.''60 (so <b class="b3">ἑαυτὸν συνειλήσας</b>, of the hedgehog, Ael.''NA''6.64); <b class="b3">τροφὴ συνειληθεῖσα</b> [[compressed]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.14.8; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν Aret.''SD''1.7; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Luc.''Vit.Auct.'' 14: metaph., σ. ἀπορίᾳ S.E.''M.''7.304.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] (s. [[εἰλέω]]), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] (s. [[εἰλέω]]), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.
}}
{{bailly
|btext=[[συνειλῶ]] :<br />rassembler en pressant, presser, entasser : τέκνα καὶ γυναῖκας HDT entasser les enfants et les femmes ; ῥάβδους HDT réunir des baguettes en un faisceau ; <i>Pass.</i> être pressé <i>ou</i> [[serré]], [[se serrer]], [[se presser]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἱλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ειλέω bijeendrijven, samenpersen, samenproppen; met εἰς + acc. in iets:; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας... ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας toen hij de kinderen en de vrouwen in de boothuizen bij elkaar had gedreven Hdt. 3.45.4; pass..; εἰς ἔλαττον συνειλοῦντο zij werden nog dichter bij elkaar gedreven Xen. Hell. 7.2.8; ἐς κυκεῶνα τὰ πάντα συνειλέονται alles wordt tot een brij samengeperst Luc. 27.14; van stokjes samenbinden. Hdt. 4.67.1. oprollen:. βιβλίον een boekrol Luc. 43.9.
}}
{{elru
|elrutext='''συνειλέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[сгонять]], [[загонять]] (τινας ἐς τοὺς νεωσοίκους Her.): εἰς [[ἔλαττον]] συνειλεῖσθαι Xen. быть запертым на небольшом участке; ἐς κυκεῶνα συνειλεῖσθαι Luc. быть беспорядочно смешанным; μείζονι συνειλεῖσθαι ἀπορίᾳ Sext. попадать в еще более затруднительное положение;<br /><b class="num">2</b> [[скреплять]], [[крепко связывать]] (τὰς ῥάβδους Her.);<br /><b class="num">3</b> [[сгущать]], [[уплотнять]]: τὸ συνειληθὲν τοῦ αἰθέρος Plut. сжатый воздух.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνειλέω''': [[συσσωρεύω]] [[ὁμοῦ]], στρυμώνω εἰς ἓν [[μέρος]], τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους σ. Ἡρόδ. 3. 45· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[συνδέω]], δένω εἰς ἓν [[δέμα]], ῥάβδους ὁ αὐτ. 4. 67. ― Παθ., συσσωρεύομαι, ἢ συμπιέζομαι [[ὁμοῦ]], εἰς ἔλαττον, εἰς μικρότερον χῶρον συμπυκνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2. 8· περὶ τὸν ναὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1· ἀπολ., Πλουτ. Ἀλέξ. 60· (οὕτω, συνειλεῖν ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 6. 64)· τροφὴ συνειληθεῖσα, συμπεπιεσμένη, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8· [[κύστις]] σ. εἰς ἑωυτὴν Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 1. 7· ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14· μεταφορ., σ. ἀπορίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 304.
|lstext='''συνειλέω''': [[συσσωρεύω]] [[ὁμοῦ]], στρυμώνω εἰς ἓν [[μέρος]], τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους σ. Ἡρόδ. 3. 45· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[συνδέω]], δένω εἰς ἓν [[δέμα]], ῥάβδους ὁ αὐτ. 4. 67. ― Παθ., συσσωρεύομαι, ἢ συμπιέζομαι [[ὁμοῦ]], εἰς ἔλαττον, εἰς μικρότερον χῶρον συμπυκνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2. 8· περὶ τὸν ναὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1· ἀπολ., Πλουτ. Ἀλέξ. 60· (οὕτω, συνειλεῖν ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 6. 64)· τροφὴ συνειληθεῖσα, συμπεπιεσμένη, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8· [[κύστις]] σ. εἰς ἑωυτὴν Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 1. 7· ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14· μεταφορ., σ. ἀπορίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 304.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rassembler en pressant, presser, entasser : τέκνα καὶ γυναῖκας HDT entasser les enfants et les femmes ; ῥάβδους HDT réunir des baguettes en un faisceau ; <i>Pass.</i> être pressé <i>ou</i> serré, se serrer, se presser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἱλέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συσσωρεύω]], [[στριμώχνω]], [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[δένω]] [[σφιχτά]] μαζί, [[κουβαριάζω]], [[συνδέω]], στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συσσωρεύω]], [[στριμώχνω]], [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[δένω]] [[σφιχτά]] μαζί, [[κουβαριάζω]], [[συνδέω]], στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[crowd]] [[together]], Hdt.; of things, to [[bind]] [[tight]] [[together]], Hdt.:—Pass. to be [[crowded]] or pressed [[together]], Xen., etc.
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνειλέω Medium diacritics: συνειλέω Low diacritics: συνειλέω Capitals: ΣΥΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: syneiléō Transliteration B: syneileō Transliteration C: syneileo Beta Code: suneile/w

English (LSJ)

crowd together, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας Hdt.3.45; also of things, bind together, ῥάβδους Id.4.67:—Pass., to be crowded or pressed together, εἰς ἔλαττον into less compass, X.HG7.2.8; περὶ τὸν ναόν J.BJ5.3.1: abs., Plu. Alex.60 (so ἑαυτὸν συνειλήσας, of the hedgehog, Ael.NA6.64); τροφὴ συνειληθεῖσα compressed, Thphr. CP 3.14.8; κύστις σ. εἰς ἑωυτήν Aret.SD1.7; ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Luc.Vit.Auct. 14: metaph., σ. ἀπορίᾳ S.E.M.7.304.

German (Pape)

[Seite 1010] (s. εἰλέω), zusammenwickeln, -drängen, -treiben; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους, Her. 3, 45, sie in die Schiffshäuser hin zusammentreiben; auch von Sachen, fest zusammenbinden, τὰς ῥάβδο υς, 4, 67; συνειλοῦντο Xen. Hell. 7, 2, 8; Sp., wie Luc. merc. cond. 26; συνειληθήσονται ἀπορίᾳ, S. Emp. adv. log. 1, 304.

French (Bailly abrégé)

συνειλῶ :
rassembler en pressant, presser, entasser : τέκνα καὶ γυναῖκας HDT entasser les enfants et les femmes ; ῥάβδους HDT réunir des baguettes en un faisceau ; Pass. être pressé ou serré, se serrer, se presser.
Étymologie: σύν, εἱλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ειλέω bijeendrijven, samenpersen, samenproppen; met εἰς + acc. in iets:; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας... ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας toen hij de kinderen en de vrouwen in de boothuizen bij elkaar had gedreven Hdt. 3.45.4; pass..; εἰς ἔλαττον συνειλοῦντο zij werden nog dichter bij elkaar gedreven Xen. Hell. 7.2.8; ἐς κυκεῶνα τὰ πάντα συνειλέονται alles wordt tot een brij samengeperst Luc. 27.14; van stokjes samenbinden. Hdt. 4.67.1. oprollen:. βιβλίον een boekrol Luc. 43.9.

Russian (Dvoretsky)

συνειλέω:
1 сгонять, загонять (τινας ἐς τοὺς νεωσοίκους Her.): εἰς ἔλαττον συνειλεῖσθαι Xen. быть запертым на небольшом участке; ἐς κυκεῶνα συνειλεῖσθαι Luc. быть беспорядочно смешанным; μείζονι συνειλεῖσθαι ἀπορίᾳ Sext. попадать в еще более затруднительное положение;
2 скреплять, крепко связывать (τὰς ῥάβδους Her.);
3 сгущать, уплотнять: τὸ συνειληθὲν τοῦ αἰθέρος Plut. сжатый воздух.

Greek (Liddell-Scott)

συνειλέω: συσσωρεύω ὁμοῦ, στρυμώνω εἰς ἓν μέρος, τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας ἐς τοὺς νεωσοίκους σ. Ἡρόδ. 3. 45· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, συνδέω, δένω εἰς ἓν δέμα, ῥάβδους ὁ αὐτ. 4. 67. ― Παθ., συσσωρεύομαι, ἢ συμπιέζομαι ὁμοῦ, εἰς ἔλαττον, εἰς μικρότερον χῶρον συμπυκνοῦμαι, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2. 8· περὶ τὸν ναὸν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1· ἀπολ., Πλουτ. Ἀλέξ. 60· (οὕτω, συνειλεῖν ἑαυτὸν Αἰλ. π. Ζ. 6. 64)· τροφὴ συνειληθεῖσα, συμπεπιεσμένη, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8· κύστις σ. εἰς ἑωυτὴν Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 1. 7· ἐς κυκεῶνα πάντα συνειλέονται Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14· μεταφορ., σ. ἀπορίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 304.

Greek Monotonic

συνειλέω: μέλ. -ήσω, συσσωρεύω, στριμώχνω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάγω, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, δένω σφιχτά μαζί, κουβαριάζω, συνδέω, στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to crowd together, Hdt.; of things, to bind tight together, Hdt.:—Pass. to be crowded or pressed together, Xen., etc.