τραυλός: Difference between revisions

From LSJ
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=travlos
|Transliteration C=travlos
|Beta Code=traulo/s
|Beta Code=traulo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mispronouncing letters, lisping, stammering</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Aph.</span>6.32</span>, <span class="bibl">Call.Com.19</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>3.220.18</span> (iii A. D.), etc.; esp. of children, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τ. <span class="bibl">Hdt.4.155</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>801b7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>902b22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of the swallow, <b class="b2">twittering</b>, APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ μινύρεσθαι <span class="title">AP</span>9.70 (Mnasalc.), cf. <span class="bibl">57</span> (Pamphil.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">τὸ τ. τῶν λίθων</b> the <b class="b2">oily quality</b> in stones, Olymp.Alch.<span class="bibl">p.97</span> B.</span>
|Definition=τραυλή, τραυλόν,<br><span class="bld">A</span> [[mispronouncing letters]], [[lisping]], [[stammering]], Hp. ''Aph.''6.32, Call.Com.19, ''PSI''3.220.18 (iii A. D.), etc.; especially of children, [[παῖς]] [[ἰσχνόφωνος]] καὶ τραυλός [[Herodotus|Hdt.]]4.155, cf. Arist.''Aud.''801b7, ''Pr.''902b22.<br><span class="bld">II</span> of the [[swallow]], [[twittering]], APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ [[μινύρεσθαι]] ''AP''9.70 (Mnasalc.), cf. 57 (Pamphil.).<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">τὸ τραυλὸν τῶν λίθων</b> the [[oily quality]] in [[stone]]s, Olymp.Alch.p.97 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, Ggstz [[τορός]]; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[τορός]]; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui bégaie]], [[qui balbutie]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.<br /><i><b>Par.</b></i> [[βάτταλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τραυλός:''' 3, редко<br /><b class="num">1</b> [[шепелявый]], [[сюсюкающий]] Her., Arst.;<br /><b class="num">2</b> (о ласточке) щебечущий: τραυλὰ μινύρεσθαι Anth. щебетать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τραυλός''': -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων [[γράμμα]] τι, [[κυρίως]] ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ παιδίων, [[παῖς]] [[ἰσχνόφωνος]] καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. [[τραυλίζω]], [[ψελλός]]. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).
|lstext='''τραυλός''': -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων [[γράμμα]] τι, [[κυρίως]] ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ παιδίων, [[παῖς]] [[ἰσχνόφωνος]] καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. [[τραυλίζω]], [[ψελλός]]. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui bégaie, qui balbutie.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.<br /><i><b>Par.</b></i> [[βάτταλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τραυλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τρευλός]], -ή, -ό, Ν<br />αυτός που πάσχει από τραυλισμό, [[ψευδός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χελιδόνι]]) αυτό που τερετίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]]) και [[επίθημα]] -<i>λός</i> που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>σιφ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>, <i>χω</i>-<i>λός</i>). Η λ. θα μπορούσε, [[κατά]] μία [[άποψη]], να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. [[τραῦμα]]. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. <i>τραυ</i>-<i>λός</i> έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη [[αποβολή]] του -<i>σ</i>-) από έναν αμάρτυρο τ. <i>τρασύς</i>, ο [[οποίος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[τέρσομαι]] «ξηραίνομαι»].
|mltxt=-ή, -ό / [[τραυλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τρευλός]], -ή, -ό, Ν<br />αυτός που πάσχει από τραυλισμό, [[ψευδός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χελιδόνι]]) αυτό που τερετίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]]) και [[επίθημα]] -<i>λός</i> που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες ([[πρβλ]]. [[σιφλός]], [[τυφλός]], [[χωλός]]). Η λ. θα μπορούσε, [[κατά]] μία [[άποψη]], να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. [[τραῦμα]]. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. <i>τραυ</i>-<i>λός</i> έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη [[αποβολή]] του -<i>σ</i>-) από έναν αμάρτυρο τ. <i>τρασύς</i>, ο [[οποίος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[τέρσομαι]] «ξηραίνομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τραυλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν προφέρει [[καλά]] κάποιο [[γράμμα]], [[κυρίως]] αυτός που προφέρει το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, [[ψευδός]], Λατ. [[balbus]], [[ιδίως]] λέγεται για [[παιδιά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το [[χελιδόνι]], [[τιτιβίζω]], [[κελαηδώ]], σε Ανθ. (πιθ. από τον ήχο).
|lsmtext='''τραυλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν προφέρει [[καλά]] κάποιο [[γράμμα]], [[κυρίως]] αυτός που προφέρει το <i>ρ</i> ως <i>λ</i>, [[ψευδός]], Λατ. [[balbus]], [[ιδίως]] λέγεται για [[παιδιά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το [[χελιδόνι]], [[τιτιβίζω]], [[κελαηδώ]], σε Ανθ. (πιθ. από τον ήχο).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τραυλός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> lisping, Lat. [[balbus]], especially of children, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> of the [[swallow]], twittering, Anth. [Prob. from the [[sound]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''τραυλός''': {traulós}<br />'''Meaning''': [[mit einer Sprachstörung behaftet]], [[mangelhaft]], [[holperig sprechend]] z.B. [[lispelnd]], [[stotternd]], übertr. von Schwalben [[zwitschernd]] (Hdt., Hp., Kall. Kom., Arist., ''AP'' u.a.),<br />'''Composita''': [[τραυλόφωνος]] H. s. [[Βάττος]] (neben [[ἰσχνόφωνος]]; aus Hdt. 4, 155), [[ὑπότραυλος]] [[etwas lispelnd]] (Hp.), ποικιλότραυλα (Theok., von den [[μέλη]] der κόσσυφοι); PN Τραύλη (Lucr.; Schulze Kl. Schr. 680).<br />'''Derivative''': Davon [[τραυλότης]] f. [[Sprachstörung]] (Arist., Plu.), -ίζω (ὑπο-) ‘rnangelhaft usw. sprechen’ (Ar., Arist., Luk. u.a.) mit -ισμός (Plu.); auch -ωσις (: *-όομαι, Gal.).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[τυφλός]], [[χωλός]], [[σιφλός]] und andere Ausdrücke für physische und psychische Gebrechen (Chantraine Form. 238); im übrigen unklar. Ganz fragliche Hypothese von Wackernagel Verm. Beitr. 16 f. = Kl. Schr. 1, 777 f. (mit Kluge): aus *τρα(σ)ύς = got. ''þaúrsus'' ’[[ξηρός]]’ (s. [[τέρσομαι]]) erweitert, wozu noch [[ἀτειρής]] aus *ἀτερσής (vgl. s.v.). Dafür könnte immerhin [[ἰσχνόφωνος]] (neben [[τραυλός]] Hdt. 4, 155) sprechen; anderseits ist ein Wegfall von σ in [[τραυλός]] (und in [[ἀτειρής]]) angesichts [[τρασιά]] und [[τέρσομαι]] nicht glaubhaft. Oder zu [[τραῦμα]]?<br />'''Page''' 2,919
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τσηβδός]]). Πιθανόν νά εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπό τό [[θραυλός]] κι [[αὐτό]] ἀπό τό [[θραύω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλός Medium diacritics: τραυλός Low diacritics: τραυλός Capitals: ΤΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: traulós Transliteration B: traulos Transliteration C: travlos Beta Code: traulo/s

English (LSJ)

τραυλή, τραυλόν,
A mispronouncing letters, lisping, stammering, Hp. Aph.6.32, Call.Com.19, PSI3.220.18 (iii A. D.), etc.; especially of children, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Arist.Aud.801b7, Pr.902b22.
II of the swallow, twittering, APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ μινύρεσθαι AP9.70 (Mnasalc.), cf. 57 (Pamphil.).
III τὸ τραυλὸν τῶν λίθων the oily quality in stones, Olymp.Alch.p.97 B.

German (Pape)

[Seite 1135] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, Gegensatz τορός; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui bégaie, qui balbutie.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.
Par. βάτταλος.

Russian (Dvoretsky)

τραυλός: 3, редко
1 шепелявый, сюсюкающий Her., Arst.;
2 (о ласточке) щебечущий: τραυλὰ μινύρεσθαι Anth. щебетать.

Greek (Liddell-Scott)

τραυλός: -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων γράμμα τι, κυρίως ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ παιδίων, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. τραυλίζω, ψελλός. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ν
αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός
νεοελλ.
βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφλός, τυφλός, χωλός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή του -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»].

Greek Monotonic

τραυλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν προφέρει καλά κάποιο γράμμα, κυρίως αυτός που προφέρει το ρ ως λ, ψευδός, Λατ. balbus, ιδίως λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για το χελιδόνι, τιτιβίζω, κελαηδώ, σε Ανθ. (πιθ. από τον ήχο).

Middle Liddell

τραυλός, ή, όν
I. lisping, Lat. balbus, especially of children, Hdt.
II. of the swallow, twittering, Anth. [Prob. from the sound.]

Frisk Etymology German

τραυλός: {traulós}
Meaning: mit einer Sprachstörung behaftet, mangelhaft, holperig sprechend z.B. lispelnd, stotternd, übertr. von Schwalben zwitschernd (Hdt., Hp., Kall. Kom., Arist., AP u.a.),
Composita: τραυλόφωνος H. s. Βάττος (neben ἰσχνόφωνος; aus Hdt. 4, 155), ὑπότραυλος etwas lispelnd (Hp.), ποικιλότραυλα (Theok., von den μέλη der κόσσυφοι); PN Τραύλη (Lucr.; Schulze Kl. Schr. 680).
Derivative: Davon τραυλότης f. Sprachstörung (Arist., Plu.), -ίζω (ὑπο-) ‘rnangelhaft usw. sprechen’ (Ar., Arist., Luk. u.a.) mit -ισμός (Plu.); auch -ωσις (: *-όομαι, Gal.).
Etymology: Bildung wie τυφλός, χωλός, σιφλός und andere Ausdrücke für physische und psychische Gebrechen (Chantraine Form. 238); im übrigen unklar. Ganz fragliche Hypothese von Wackernagel Verm. Beitr. 16 f. = Kl. Schr. 1, 777 f. (mit Kluge): aus *τρα(σ)ύς = got. þaúrsusξηρός’ (s. τέρσομαι) erweitert, wozu noch ἀτειρής aus *ἀτερσής (vgl. s.v.). Dafür könnte immerhin ἰσχνόφωνος (neben τραυλός Hdt. 4, 155) sprechen; anderseits ist ein Wegfall von σ in τραυλός (und in ἀτειρής) angesichts τρασιά und τέρσομαι nicht glaubhaft. Oder zu τραῦμα?
Page 2,919

Mantoulidis Etymological

(=τσηβδός). Πιθανόν νά εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπό τό θραυλός κι αὐτό ἀπό τό θραύω.