Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choritikos
|Transliteration C=choritikos
|Beta Code=xwritiko/s
|Beta Code=xwritiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of country-folk, rustic</b>, πλῆθος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>34</span>; χ. ἀνήρ <b class="b2">countryman</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>9.27</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">in rustic fashion</b>, opp. <b class="b3">ἐν χλιδῇ</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.54</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span> 11p.59H.</span>
|Definition=χωριτική, χωριτικόν, [[of country-folk]], [[rustic]], πλῆθος Plu.''Per.''34; χ. ἀνήρ [[countryman]], Ael.''VH''9.27. Adv. [[χωριτικῶς]] = [[in rustic fashion]], opp. <b class="b3">ἐν χλιδῇ</b>, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.54, cf. Muson.''Fr.'' 11p.59H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] dem Landmanne gehörig, ländlich; [[πλῆθος]], die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] dem Landmanne gehörig, ländlich; [[πλῆθος]], die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, <span class="ggns">Gegensatz</span> ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χωρῑτικός:''' [[сельский]], [[деревенский]]: [[πλῆθος]] χωριτικόν Plut. толпа поселян.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χωρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ [[ὅμοιος]] χωρικῷ, [[ἀγροτικός]], χ. [[πλῆθος]] Πλουτ. Περικλ. 34· χ. [[ἀνήρ]], [[χωρίτης]], [[χωρικός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.
|lstext='''χωρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ [[ὅμοιος]] χωρικῷ, [[ἀγροτικός]], χ. [[πλῆθος]] Πλουτ. Περικλ. 34· χ. [[ἀνήρ]], [[χωρίτης]], [[χωρικός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]<br />of or like a [[countryman]], [[rustic]], [[rural]], Plut.: adv. -κῶς, in [[rustic]] [[fashion]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑτικός Medium diacritics: χωριτικός Low diacritics: χωριτικός Capitals: ΧΩΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōritikós Transliteration B: chōritikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwritiko/s

English (LSJ)

χωριτική, χωριτικόν, of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. χωριτικῶς = in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.

German (Pape)

[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Gegensatz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.

Russian (Dvoretsky)

χωρῑτικός: сельский, деревенский: πλῆθος χωριτικόν Plut. толпа поселян.

Greek (Liddell-Scott)

χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χωρίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός
2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» — χωρικός (Αιλ.).
επίρρ...
χωριτικῶς Α
όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.

Greek Monotonic

χωρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, χωριάτικος, αγροτικός, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]
of or like a countryman, rustic, rural, Plut.: adv. -κῶς, in rustic fashion, Xen.