κεδρωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(nl)
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kedrotos
|Transliteration C=kedrotos
|Beta Code=kedrwto/s
|Beta Code=kedrwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of</b> or <b class="b2">inlaid with cedar-wood</b>, παστάδων τέ ραμνα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1371</span> (lyr.).</span>
|Definition=κεδρωτή, κεδρωτόν, [[made of]] or [[inlaid with cedar-wood]], παστάδων τέ ραμνα [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1371 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1411.png Seite 1411]] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1411.png Seite 1411]] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[fait en bois de cèdre]].<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] [[cederhouten]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεδρωτός:''' [[построенный из кедра]], [[кедровый]] (τέραμνα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεδρωτός''': -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.
|lstext='''κεδρωτός''': -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait en bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεδρωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αλειμμένος με [[πίσσα]], πισσωμένος, κατραμωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-[[ωτός]], <i>κεγχρ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεδρωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αλειμμένος με [[πίσσα]], πισσωμένος, κατραμωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[δαφνωτός]], [[κεγχρωτός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεδρωτός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με [[κέδρο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κεδρωτός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με [[κέδρο]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.
|mdlsjtxt=[[κεδρωτός]], ή, όν [from [[κέδρος]]<br />made of or [[inlaid]] with [[cedar]]-[[wood]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρωτός Medium diacritics: κεδρωτός Low diacritics: κεδρωτός Capitals: ΚΕΔΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kedrōtós Transliteration B: kedrōtos Transliteration C: kedrotos Beta Code: kedrwto/s

English (LSJ)

κεδρωτή, κεδρωτόν, made of or inlaid with cedar-wood, παστάδων τέ ραμνα E.Or.1371 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait en bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεδρωτός -ή -όν [κεδρόω] cederhouten.

Russian (Dvoretsky)

κεδρωτός: построенный из кедра, кедровый (τέραμνα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κεδρωτός: -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεδρωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος
αρχ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. δαφνωτός, κεγχρωτός)].

Greek Monotonic

κεδρωτός: -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με κέδρο, σε Ευρ.

Middle Liddell

κεδρωτός, ή, όν [from κέδρος
made of or inlaid with cedar-wood, Eur.