μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metapayomai
|Transliteration C=metapayomai
|Beta Code=metapau/omai
|Beta Code=metapau/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rest between-whiles</b>, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο <span class="bibl">Il.17.373</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. gen., <b class="b2">cease from</b>, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>1.115</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[rest between-whiles]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.<br><span class="bld">II</span> c. gen., [[cease from]], ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. ''H.''1.115.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
}}
{{bailly
|btext=[[cesser par intervalles]], [[se reposer de temps en temps]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], παύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' [[временами отдыхать]] (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπαύομαι''': μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ [[μεταξύ]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
|lstext='''μεταπαύομαι''': μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ [[μεταξύ]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
}}
{{bailly
|btext=cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], παύομαι.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
|mdlsjtxt=Mid. to [[rest]] [[between]]-whiles, Il.
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.
II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Mid. to rest between-whiles, Il.