καταπαίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapaizo
|Transliteration C=katapaizo
|Beta Code=katapai/zw
|Beta Code=katapai/zw
|Definition=fut. <b class="b3">-παίξομαι</b> (v. infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">jest, mock at</b>, c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>166</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>2.23</span>, <span class="title">AP</span>5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.62</span>: c. acc., <span class="bibl">D.L.2.136</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">deceive</b>, ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται <span class="bibl">LXX<span class="title">Je.</span>9.5(4)</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med. in sense of Act., <b class="b3">ἐπί τινι πράξει τινῶν κ</b>. <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Fig.</span>p.92S.</span></span>
|Definition=fut. -παίξομαι (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[jest]], [[mock at]], c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν Ar.''Fr.''166, cf. [[LXX]] ''4 Ki.''2.23, ''AP''5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν S.E.''P.''1.62: c. acc., D.L.2.136.<br><span class="bld">2</span> [[deceive]], ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται [[LXX]] ''Je.''9.5(4).<br><span class="bld">II</span> Med. in sense of Act., <b class="b3">ἐπί τινι πράξει τινῶν κ.</b> Hdn.''Fig.''p.92S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] (s. [[παίζω]]), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] (s. [[παίζω]]), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.
}}
{{ls
|lstext='''καταπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, [[μετὰ]] γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ ἐμπαιχθῇ [[αὐτός]], Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=se jouer de, se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[παίζω]].
|btext=se jouer de, se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[παίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-παίζω bespotten.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπαίζω:''' (fut. καταπαίξομαι) насмехаться, издеваться (τινός Arph., Sext.; τινά Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπαίζω]] (AM)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παίζω]], [[κάνω]] παιχνίδια, [[παίζω]] με κάποιον («ὁ [[ἵππος]] κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῡ νέου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αστεΐζομαι, [[αστειεύομαι]], [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπαίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπαιγμού.
|mltxt=[[καταπαίζω]] (AM)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παίζω]], [[κάνω]] παιχνίδια, [[παίζω]] με κάποιον («ὁ [[ἵππος]] κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῦ νέου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αστεΐζομαι, [[αστειεύομαι]], [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπαίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπαιγμού.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπαίζω:''' μέλ. <i>-παίξομαι</i>, [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''καταπαίζω:''' μέλ. <i>-παίξομαι</i>, [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταπαίζω:''' (fut. καταπαίξομαι) насмехаться, издеваться (τινός Arph., Sext.; τινά Diog. L.).
|lstext='''καταπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ ἐμπαιχθῇ [[αὐτός]], Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -παίξομαι<br />to [[mock]] at, τινός Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαίζω Medium diacritics: καταπαίζω Low diacritics: καταπαίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΙΖΩ
Transliteration A: katapaízō Transliteration B: katapaizō Transliteration C: katapaizo Beta Code: katapai/zw

English (LSJ)

fut. -παίξομαι (v. infr.),
A jest, mock at, c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν Ar.Fr.166, cf. LXX 4 Ki.2.23, AP5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν S.E.P.1.62: c. acc., D.L.2.136.
2 deceive, ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται LXX Je.9.5(4).
II Med. in sense of Act., ἐπί τινι πράξει τινῶν κ. Hdn.Fig.p.92S.

German (Pape)

[Seite 1367] (s. παίζω), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.

French (Bailly abrégé)

se jouer de, se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, παίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-παίζω bespotten.

Russian (Dvoretsky)

καταπαίζω: (fut. καταπαίξομαι) насмехаться, издеваться (τινός Arph., Sext.; τινά Diog. L.).

Greek Monolingual

καταπαίζω (AM)
(ενεργ. και μέσ.) περιπαίζω, περιγελώ
μσν.
παίζω, κάνω παιχνίδια, παίζω με κάποιον («ὁ ἵππος κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῦ νέου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αστεΐζομαι, αστειεύομαι, χαριεντίζομαι με κάποιον
2. παθ. καταπαίζομαι
γίνομαι αντικείμενο εμπαιγμού.

Greek Monotonic

καταπαίζω: μέλ. -παίξομαι, εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαίζω: μέλλ. -παίξομαι, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ ἐμπαιχθῇ αὐτός, Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.

Middle Liddell

fut. -παίξομαι
to mock at, τινός Anth.