κρᾶμα: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krama | |Transliteration C=krama | ||
|Beta Code=kra=ma | |Beta Code=kra=ma | ||
|Definition=ατος, τό, (κεράννυμι) < | |Definition=-ατος, τό, ([[κεράννυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[mixture]], Ti.Locr.95e, Plu.2.1109e, etc.; κ. ψυχῆς καὶ σώματος Ph.1.372; esp. [[mixed wine]], [[LXX]] ''Ca.''7.2, ''OGI''383.148 (Nemrud Dagh, i B. C.), Plu.2.140f, Dsc.1.113 (misspelt κραμμα ''PMag.Lond.''121.174); also of medicines, Hp.''Mul.''2.211, Archig. ap. Gal.13.265.<br><span class="bld">2</span> = [[χρέμμα]], Aristipp. ap. D.L.2.67.<br><span class="bld">3</span> [[alloy]] of metals, Str.13.1.56. κραμάσαι, v. [[κρεμάννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1499.png Seite 1499]] τό ([[κεράννυμι]]), die Mischung; ὡς ἓν [[κρᾶμα]] ἐκ δύο τουτέων εἶμεν Tim. Locr. 95 e; Sp., wie Plut.; bes. ein gemischter Trank, sowohl von dem mit Wasser gemischten Wein, als von Arzneien; – auch von der Luft, Temperatur, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1499.png Seite 1499]] τό ([[κεράννυμι]]), die Mischung; ὡς ἓν [[κρᾶμα]] ἐκ δύο τουτέων εἶμεν Tim. Locr. 95 e; Sp., wie Plut.; bes. ein gemischter Trank, sowohl von dem mit Wasser gemischten Wein, als von Arzneien; – auch von der Luft, Temperatur, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[mélange]], [[mixtion]];<br /><b>2</b> [[vin trempé]].<br />'''Étymologie:''' R. Κρα de Καρ, cf. [[κρατήρ]] et [[κεράννυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾶμα:''' ατος τό [[κεράννυμι]]<br /><b class="num">1</b> [[смесь]] (ἐκ [[δύο]] [[τουτέων]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[разбавленное водою вино]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾶμα''': τὸ, ([[κεράννυμι]]) πᾶν κεκραμένον [[πρᾶγμα]], [[μῖγμα]], Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος [[οἶνος]], Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2). | |lstext='''κρᾶμα''': τὸ, ([[κεράννυμι]]) πᾶν κεκραμένον [[πρᾶγμα]], [[μῖγμα]], Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος [[οἶνος]], Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α κρᾱμα, -άματος)<br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[ένωση]] δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)<br /><b>2.</b> μεταλλικό [[προϊόν]] που προκύπτει από την [[ενσωμάτωση]] ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα [[μέταλλο]] (α. «[[κράμα]] χρυσού και αργύρου» β.«ἥ | |mltxt=το (Α κρᾱμα, -άματος)<br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[ένωση]] δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)<br /><b>2.</b> μεταλλικό [[προϊόν]] που προκύπτει από την [[ενσωμάτωση]] ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα [[μέταλλο]] (α. «[[κράμα]] χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῦσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνθεση]] ανθρώπινων ιδιοτήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρα</i>- του [[κεράννυμι]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (κεράννυμι)
A mixture, Ti.Locr.95e, Plu.2.1109e, etc.; κ. ψυχῆς καὶ σώματος Ph.1.372; esp. mixed wine, LXX Ca.7.2, OGI383.148 (Nemrud Dagh, i B. C.), Plu.2.140f, Dsc.1.113 (misspelt κραμμα PMag.Lond.121.174); also of medicines, Hp.Mul.2.211, Archig. ap. Gal.13.265.
2 = χρέμμα, Aristipp. ap. D.L.2.67.
3 alloy of metals, Str.13.1.56. κραμάσαι, v. κρεμάννυμι.
German (Pape)
[Seite 1499] τό (κεράννυμι), die Mischung; ὡς ἓν κρᾶμα ἐκ δύο τουτέων εἶμεν Tim. Locr. 95 e; Sp., wie Plut.; bes. ein gemischter Trank, sowohl von dem mit Wasser gemischten Wein, als von Arzneien; – auch von der Luft, Temperatur, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 mélange, mixtion;
2 vin trempé.
Étymologie: R. Κρα de Καρ, cf. κρατήρ et κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρᾶμα: ατος τό κεράννυμι
1 смесь (ἐκ δύο τουτέων Plat.);
2 разбавленное водою вино Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾶμα: τὸ, (κεράννυμι) πᾶν κεκραμένον πρᾶγμα, μῖγμα, Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος οἶνος, Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2).
Greek Monolingual
το (Α κρᾱμα, -άματος)
1. μίγμα, ένωση δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)
2. μεταλλικό προϊόν που προκύπτει από την ενσωμάτωση ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα μέταλλο (α. «κράμα χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῦσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», Στράβ.)
νεοελλ.
σύνθεση ανθρώπινων ιδιοτήτων
αρχ.
φλέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρα- του κεράννυμι, πρβλ. αόρ. β' ἐ-κρά-θην].