ὁμηρικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(3b)
m (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὁμηρικός
|Medium diacritics=ὁμηρικός
|Low diacritics=ομηρικός
|Capitals=ΟΜΗΡΙΚΟΣ
|Transliteration A=homērikós
|Transliteration B=homērikos
|Transliteration C=omirikos
|Beta Code=o(mhriko/s
|Definition=ή, όν, [[Homeric]], [[in the manner of Homer]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 600b; Comp. [[ὁμηρικώτερος]] Str. 1.1.6; ''Sup.'' -κώτατος Longin. 13.3. Adv. [[ὁμηρικῶς]] Strato Com. 1.30, Cic. ''Attic'' 1.16.1; Comp. -κώτερον ADysc. ''Synt.'' 165.12. used equivocally, as [[Ὁμηρίζω]] III, ''AP'' 11.218 (Crates).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0331.png Seite 331]] homerisch. – Bei Crates gramm. ep. (XI, 218) mit Anspielung auf das obscöne διαμηρίζειν, vgl. Jacobs dazu.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0331.png Seite 331]] homerisch. – Bei Crates gramm. ep. (XI, 218) mit Anspielung auf das obscöne διαμηρίζειν, vgl. Jacobs dazu.
Line 6: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμηρικός:''' развратный Anth. (ср. [[διαμηρίζω]]).
|elrutext='''ὁμηρικός:''' [[развратный]] Anth. (ср. [[διαμηρίζω]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 21 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηρικός Medium diacritics: ὁμηρικός Low diacritics: ομηρικός Capitals: ΟΜΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: homērikós Transliteration B: homērikos Transliteration C: omirikos Beta Code: o(mhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, Homeric, in the manner of Homer, Pl.R. 600b; Comp. ὁμηρικώτερος Str. 1.1.6; Sup. -κώτατος Longin. 13.3. Adv. ὁμηρικῶς Strato Com. 1.30, Cic. Attic 1.16.1; Comp. -κώτερον ADysc. Synt. 165.12. used equivocally, as Ὁμηρίζω III, AP 11.218 (Crates).

German (Pape)

[Seite 331] homerisch. – Bei Crates gramm. ep. (XI, 218) mit Anspielung auf das obscöne διαμηρίζειν, vgl. Jacobs dazu.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁμηρικός, -ή, -όν) Όμηρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη»)
2. αυτός που απαντά στην ποίηση του Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο του Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων... παρὰ τὰς ὁμηρικὰς ἀποφάσεις», Στράβ.)
3. φρ. α) «ομηρικά έπη» — τα έπη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας τα οποία αποδίδονται στον Όμηρο, που έζησε πιθανώς τον 8ο π.Χ. αιώνα, και τα οποία αναφέρονται σε «κλέα ανδρών» οι οποίοι έζησαν και έδρασαν κατά τον τρωικό πόλεμο αλλά και μετά από αυτόν
β) «ομηρικοί ύμνοι»
34. ποιήματα τα οποία είχαν συντεθεί προς τιμήν του Πυθίου και του Δηλίου Απόλλωνος, του Ερμού, της Αφροδίτης και της Δήμητρος και που αποτελούσαν προοίμια με τα οποία οι ραψωδοί άρχιζαν την απαγγελία τών ομηρικών επών
νεοελλ.
φρ. α) «ομηρικό ζήτημα» ή «ομηρικό πρόβλημα»
i) φιλολογικό πρόβλημα που αφορά την καταγωγή τών ομηρικών επών, δηλαδή αν πραγματικά ήταν έργα του Ομήρου, και με τον τρόπο της σύνθεσής τους, δηλαδή αν αποτελούν αυτοτελή έργα ή συρραφή πολλών μικρότερων έργων από έναν ή περισσότερους ποιητές
ii) μτφ. κάθε θορυβώδης και ατέλειωτη συζήτηση
β) «ομηρικός γέλως» — θορυβώδες και παρατεταμένο γέλιο, όπως κατά τον ποιητή της Ιλιάδας ήταν και, το γέλιο τών θεών για τα παθήματα του Ηφαίστου
αρχ.
1. (με αισχρή σημ.) αυτός που συνουσιάζεται παρά φύσιν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμηρικόν
είδος ενδυμασίας
3. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) ὁμηρικώτερον
με τρόπο που μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο του Ομήρου.
επίρρ...
ὁμηρικώς (Α)
κατά τον τρόπο του Ομήρου.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηρικός: развратный Anth. (ср. διαμηρίζω).