παραπομπός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapompos
|Transliteration C=parapompos
|Beta Code=parapompo/s
|Beta Code=parapompo/s
|Definition=όν, = foreg., <b class="b3">π. νῆες</b> ships <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">attending as convoy</b>, <span class="bibl">Plb.1.52.5</span>, cf. <span class="bibl">15.2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">purveyor</b>, POxy.1844.1 (vi A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (proparox.) = [[παράνυμφος]], Hsch. s.v.<b class="b3">πάροχοι</b>.</span>
|Definition=παραπομπόν, = [[παραπόμπιμος]] ([[attending]], [[escorting]]), <b class="b3">π. νῆες</b> ships<br><span class="bld">A</span> [[attending as convoy]], Plb.1.52.5, cf. 15.2.6.<br><span class="bld">2</span> [[purveyor]], POxy.1844.1 (vi A.D.).<br><span class="bld">II</span> (proparox.) = [[παράνυμφος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s.v. [[πάροχοι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0495.png Seite 495]] begleitend, geleitend, zum Schutz, [[ναῦς]], Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0495.png Seite 495]] begleitend, geleitend, zum Schutz, [[ναῦς]], Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui sert d'escorte]], [[qui escorte]];<br /><b>2</b> [[qui transporte]].<br />'''Étymologie:''' [[παραπέμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραπομπός:''' [[служащий для перевозки или для сопровождения]], [[конвойный]] ([[ναῦς]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπομπός''': -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. [[ναῦς]], [[πλοῖον]] πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - [[ὡσαύτως]] = [[παράνυμφος]], Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.
|lstext='''παραπομπός''': -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. [[ναῦς]], [[πλοῖον]] πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - [[ὡσαύτως]] = [[παράνυμφος]], Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert d’escorte, qui escorte;<br /><b>2</b> qui transporte.<br />'''Étymologie:''' [[παραπέμπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[παραπομπός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ιδίως]] για [[φρούρηση]], για [[φύλαξη]] (α. «παραπομπό [[πλοίο]]» — πολεμικό [[πλοίο]] που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για [[προστασία]] τους σε καιρό πολέμου<br />β. «παραπομπούς... ναῡς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παραπομπός]]<br />ο [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παραπομπός]]<br />η [[συνοδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[πομπός]].
|mltxt=-ό / [[παραπομπός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που συνοδεύει κάποιον, [[ιδίως]] για [[φρούρηση]], για [[φύλαξη]] (α. «παραπομπό [[πλοίο]]» — πολεμικό [[πλοίο]] που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για [[προστασία]] τους σε καιρό πολέμου<br />β. «παραπομπούς... ναῦς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παραπομπός]]<br />ο [[προμηθευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παραπομπός]]<br />η [[συνοδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), [[πρβλ]]. [[προπομπός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραπομπός:''' -όν ([[παραπέμπω]]), αυτός που συμμετέχει στην [[αποστολή]] κάποιου πράγματος με [[συνοδεία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''παραπομπός:''' -όν ([[παραπέμπω]]), αυτός που συμμετέχει στην [[αποστολή]] κάποιου πράγματος με [[συνοδεία]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''παραπομπός:''' служащий для перевозки или для сопровождения, конвойный ([[ναῦς]] Polyb.).
|mdlsjtxt=[[παραπομπός]], όν [[παραπέμπω]]<br />[[escorting]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπός Medium diacritics: παραπομπός Low diacritics: παραπομπός Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: parapompós Transliteration B: parapompos Transliteration C: parapompos Beta Code: parapompo/s

English (LSJ)

παραπομπόν, = παραπόμπιμος (attending, escorting), π. νῆες ships
A attending as convoy, Plb.1.52.5, cf. 15.2.6.
2 purveyor, POxy.1844.1 (vi A.D.).
II (proparox.) = παράνυμφος, Hsch. s.v. πάροχοι.

German (Pape)

[Seite 495] begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert d'escorte, qui escorte;
2 qui transporte.
Étymologie: παραπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

παραπομπός: служащий для перевозки или для сопровождения, конвойный (ναῦς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπός: -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. ναῦς, πλοῖον πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - ὡσαύτως = παράνυμφος, Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.

Greek Monolingual

-ό / παραπομπός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» — πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου
β. «παραπομπούς... ναῦς», Πολ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.παραπομπός
ο προμηθευτής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.παραπομπός
η συνοδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. προπομπός.

Greek Monotonic

παραπομπός: -όν (παραπέμπω), αυτός που συμμετέχει στην αποστολή κάποιου πράγματος με συνοδεία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

παραπομπός, όν παραπέμπω
escorting, Polyb.