πολύδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠδεσμος
|Full diacritics=πολῠ́δεσμος
|Medium diacritics=πολύδεσμος
|Medium diacritics=πολύδεσμος
|Low diacritics=πολύδεσμος
|Low diacritics=πολύδεσμος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polydesmos
|Transliteration C=polydesmos
|Beta Code=polu/desmos
|Beta Code=polu/desmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fastened with many bonds, strong-bound</b>, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου <span class="bibl">Od.5.33</span>, v.l. ib.<span class="bibl">338</span>.</span>
|Definition=πολύδεσμον, [[fastened with many bonds]], [[strong-bound]], ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, [[varia lectio|v.l.]] ib.338.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.
}}
{{ls
|lstext='''πολύδεσμος''': -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux clous (<i>propr.</i> aux liens) nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], δέσμος.
|btext=ος, ον :<br />aux clous (<i>propr.</i> aux liens) nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], δέσμος.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύδεσμος -ον &#91;[[πολύς]], [[δέω]]] [[met veel knopen samengebonden]]:. πέμπε δ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου zij liet mij vertrekken op een goed samengebonden vlot Od. 7.264.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύδεσμος:''' [[со многими скрепами]], [[крепко сплоченный]] ([[σχεδίη]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολύδεσμος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πολύδεσμος:''' -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύδεσμος:''' со многими скрепами, крепко сплоченный ([[σχεδίη]] Hom.).
|lstext='''πολύδεσμος''': -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-δεσμος, ον,<br />fastened with [[many]] bonds, Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́δεσμος Medium diacritics: πολύδεσμος Low diacritics: πολύδεσμος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: polýdesmos Transliteration B: polydesmos Transliteration C: polydesmos Beta Code: polu/desmos

English (LSJ)

πολύδεσμον, fastened with many bonds, strong-bound, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, v.l. ib.338.

German (Pape)

[Seite 661] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux clous (propr. aux liens) nombreux.
Étymologie: πολύς, δέσμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδεσμος -ον [πολύς, δέω] met veel knopen samengebonden:. πέμπε δ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου zij liet mij vertrekken op een goed samengebonden vlot Od. 7.264.

Russian (Dvoretsky)

πολύδεσμος: со многими скрепами, крепко сплоченный (σχεδίη Hom.).

English (Autenrieth)

much or firmly bound together, Od. 5.33 and 338.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδεσμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων
αρχ.
1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς
2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ-δεσμος].

Greek Monotonic

πολύδεσμος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδεσμος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».

Middle Liddell

πολύ-δεσμος, ον,
fastened with many bonds, Od.