προαιτιάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(4)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proaitiaomai
|Transliteration C=proaitiaomai
|Beta Code=proaitia/omai
|Beta Code=proaitia/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">accuse beforehand</b>, τινὰ εἶναι <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>3.9</span>.</span>
|Definition=[[accuse beforehand]], τινὰ εἶναι ''Ep.Rom.''3.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0706.png Seite 706]] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0706.png Seite 706]] dep. med., vorher beschuldigen, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />[[accuser auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[αἰτιάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
}}
{{elru
|elrutext='''προαιτιάομαι:''' [[ранее или наперед обвинять]] (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προαιτιάομαι''': ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, [[διότι]] προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.
|lstext='''προαιτιάομαι''': ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, [[διότι]] προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />accuser auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[αἰτιάομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''προαιτιάομαι:''' αποθ., [[επιρρίπτω]] ευθύνες ή κατηγορίες από [[πριν]], τινα [[εἶναι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προαιτιάομαι:''' αποθ., [[επιρρίπτω]] ευθύνες ή κατηγορίες από [[πριν]], τινα [[εἶναι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
|mdlsjtxt=Dep. to [[accuse]] [[beforehand]], τινα [[εἶναι]] NTest.
}}
}}
{{elru
{{Chinese
|elrutext='''προαιτιάομαι:''' ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
|sngr='''原文音譯''':proaiti£omai 普羅埃提阿哦買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':以前-請求<br />'''字義溯源''':已經控告,已先證明,預先控訴;由([[πρό]])*=前)與([[αἰτία]])=原因)組成;而 ([[αἰτία]])出自([[αἰτέω]])*=問)<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 我們已先證明(1) 羅3:9
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαιτιάομαι Medium diacritics: προαιτιάομαι Low diacritics: προαιτιάομαι Capitals: ΠΡΟΑΙΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: proaitiáomai Transliteration B: proaitiaomai Transliteration C: proaitiaomai Beta Code: proaitia/omai

English (LSJ)

accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.

German (Pape)

[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N.T.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.

Russian (Dvoretsky)

προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).

Greek (Liddell-Scott)

προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.

English (Strong)

from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.

Greek Monotonic

προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.

Chinese

原文音譯:proaiti£omai 普羅埃提阿哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-請求
字義溯源:已經控告,已先證明,預先控訴;由(πρό)*=前)與(αἰτία)=原因)組成;而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我們已先證明(1) 羅3:9