κυνόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynofron
|Transliteration C=kynofron
|Beta Code=kuno/frwn
|Beta Code=kuno/frwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dog-minded, shameless of soul</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>621</span> (lyr.).</span>
|Definition=κυνόφρον, gen. ονος, [[dog-minded]], [[shameless of soul]], A.''Ch.''621 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κῠνόφρων''': -ον, ἔχων [[φρόνημα]] κυνός, [[ἀναίσχυντος]], ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[impudent comme un chien]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[φρήν]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνόφρων -ονος &#91;[[κύων]], [[φρήν]]] met hondenmentaliteit (schaamteloos).
}}
{{pape
|ptext=<i>hündisches [[Sinnes]], [[unverschämt]]</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 612.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />impudent comme un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[φρήν]].
|elrutext='''κῠνόφρων:''' 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[σκύλος]], αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της λ. [[φρήν]] «[[νους]], [[φρόνημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικό</i>-<i>φρων</i>, <i>τυραννό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[κυνόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[σκύλος]], αναίσχυντος, [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της λ. [[φρήν]] «[[νους]], [[φρόνημα]]»), [[πρβλ]]. [[γυναικόφρων]], [[τυραννόφρων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει [[μυαλό]] σκύλου, [[αδιάντροπος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κῠνόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει [[μυαλό]] σκύλου, [[αδιάντροπος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνόφρων:''' 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.
|lstext='''κῠνόφρων''': -ον, ἔχων [[φρόνημα]] κυνός, [[ἀναίσχυντος]], ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).
|mdlsjtxt=κῠνό-φρων, ον, [[φρήν]]<br />dog-[[minded]], [[shameless]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόφρων Medium diacritics: κυνόφρων Low diacritics: κυνόφρων Capitals: ΚΥΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kynóphrōn Transliteration B: kynophrōn Transliteration C: kynofron Beta Code: kuno/frwn

English (LSJ)

κυνόφρον, gen. ονος, dog-minded, shameless of soul, A.Ch.621 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
impudent comme un chien.
Étymologie: κύων, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).

German (Pape)

hündisches Sinnes, unverschämt, Aesch. Ch. 612.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόφρων: 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.

Greek Monolingual

κυνόφρων, -ον (Α)
αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικόφρων, τυραννόφρων].

Greek Monotonic

κῠνόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει μυαλό σκύλου, αδιάντροπος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόφρων: -ον, ἔχων φρόνημα κυνός, ἀναίσχυντος, ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.

Middle Liddell

κῠνό-φρων, ον, φρήν
dog-minded, shameless, Aesch.