παραπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapleko
|Transliteration C=parapleko
|Beta Code=paraple/kw
|Beta Code=paraple/kw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">braid</b> or <b class="b2">weave in</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.14</span> : metaph., μύθους <span class="bibl">Str.1.2.35</span> :—Pass., <b class="b2">to be woven into</b>, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται <span class="bibl">Id.1.2.27</span> ; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">braid</b> or <b class="b2">curl along the forehead</b>, τὰς τρίχας <span class="bibl">Poll.2.35</span> ; <b class="b3">π. ἑαυτόν</b> <b class="b2">becurl</b> himself, Plu.2.785e :—Med., παραπλέκεσθαι <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>16.11</span> ; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">mix with</b> medicines, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.39.5</span>, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88 ; so of pigments, <b class="b3">τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π</b>. Procop.Gaz.p.157 B.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[braid]] or [[weave in]], Hp.''Vict.''1.14: metaph., μύθους Str.1.2.35:—Pass., to [[be woven into]], τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται Id.1.2.27; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474.<br><span class="bld">II</span> [[braid]] or [[curl along the forehead]], τὰς τρίχας Poll.2.35; <b class="b3">π. ἑαυτόν</b> [[becurl]] himself, Plu.2.785e:—Med., παραπλέκεσθαι Ael.''NA''16.11; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. [[l.c.]]<br><span class="bld">III</span> [[mix with]] medicines, Ruf. ap. Orib.8.39.5, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88; so of pigments, <b class="b3">τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π.</b> Procop.Gaz.p.157 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch [[ἀναπλέκω]] und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Uebertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch [[ἀναπλέκω]] und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Übertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παραπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[ἐμπλέκω]], [[ἐνυφαίνω]], Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ [[ἀναπλέκω]] τὴν κόμην κατὰ [[μῆκος]] τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας [[Πολυδ]]. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς [[κόμης]], Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ.
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παραπλέκομαι]] se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-πλέκω inweven; invlechten (van haar).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραπλέκομαι se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
|elrutext='''παραπλέκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[заплетать]], [[сплетать]] (τὴν κόμην Plut.): π. ἑαυτόν Plut. заплетать или завивать себе волосы;<br /><b class="num">2</b> перен. [[вплетать]], [[вставлять]] (ἐν μέσῳ τι Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[εμπλέκω]] ή [[ενυφαίνω]] («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρεμβάλλω]], [[παρεισάγω]] («ὅλη γε τῇ [[δραματουργία]] τοῡτο παραπέπλεκται», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπλέκω]], [[συνθέτω]] («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πλέκω]] ή [[σγουραίνω]] τα μαλλιά [[κατά]] [[μήκος]] του μετώπου<br /><b>3.</b> [[αναμιγνύω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[εμπλέκω]] ή [[ενυφαίνω]] («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρεμβάλλω]], [[παρεισάγω]] («ὅλη γε τῇ [[δραματουργία]] τοῦτο παραπέπλεκται», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπλέκω]], [[συνθέτω]] («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πλέκω]] ή [[σγουραίνω]] τα μαλλιά [[κατά]] [[μήκος]] του μετώπου<br /><b>3.</b> [[αναμιγνύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[πλέκω]] ή [[υφαίνω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''παραπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[πλέκω]] ή [[υφαίνω]], σε Στράβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπλέκω:''' <b class="num">1)</b> заплетать, сплетать (τὴν κόμην Plut.): π. ἑαυτόν Plut. заплетать или завивать себе волосы;<br /><b class="num">2)</b> перен. вплетать, вставлять (ἐν μέσῳ τι Plut.).
|lstext='''παραπλέκω''': μέλλ. -ξω, [[ἐμπλέκω]], [[ἐνυφαίνω]], Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ [[ἀναπλέκω]] τὴν κόμην κατὰ [[μῆκος]] τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς [[κόμης]], Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=παρα-πλέκω inweven; invlechten (van haar).
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[braid]] or [[weave]] in, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλέκω Medium diacritics: παραπλέκω Low diacritics: παραπλέκω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paraplékō Transliteration B: paraplekō Transliteration C: parapleko Beta Code: paraple/kw

English (LSJ)

A braid or weave in, Hp.Vict.1.14: metaph., μύθους Str.1.2.35:—Pass., to be woven into, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται Id.1.2.27; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474.
II braid or curl along the forehead, τὰς τρίχας Poll.2.35; π. ἑαυτόν becurl himself, Plu.2.785e:—Med., παραπλέκεσθαι Ael.NA16.11; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. l.c.
III mix with medicines, Ruf. ap. Orib.8.39.5, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88; so of pigments, τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π. Procop.Gaz.p.157 B.

German (Pape)

[Seite 494] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch ἀναπλέκω und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Übertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.

French (Bailly abrégé)

1 tresser le long de, particul. tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;
2 tisser avec, fig. insérer dans;
Moy. παραπλέκομαι se faire des boucles.
Étymologie: παρά, πλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πλέκω inweven; invlechten (van haar).

Russian (Dvoretsky)

παραπλέκω:
1 заплетать, сплетать (τὴν κόμην Plut.): π. ἑαυτόν Plut. заплетать или завивать себе волосы;
2 перен. вплетать, вставлять (ἐν μέσῳ τι Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)
2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῦτο παραπέπλεκται», Στράβ.)
αρχ.
1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», Στράβ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) πλέκω ή σγουραίνω τα μαλλιά κατά μήκος του μετώπου
3. αναμιγνύω.

Greek Monotonic

παραπλέκω: μέλ. -ξω, πλέκω ή υφαίνω, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐμπλέκω, ἐνυφαίνω, Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ ἀναπλέκω τὴν κόμην κατὰ μῆκος τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς κόμης, Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Middle Liddell

fut. ξω
to braid or weave in, Strab.