προσεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosekpipto
|Transliteration C=prosekpipto
|Beta Code=prosekpi/ptw
|Beta Code=prosekpi/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fall out besides</b>, of sinews (as well as flesh) mortifying, τῶν νεύρων -πεσουμένων <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>27</span>: metaph., πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8.</span>
|Definition=[[fall out besides]], of sinews (as well as flesh) mortifying, τῶν νεύρων -πεσουμένων Hp.''Fract.''27: metaph., πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκπίπτω]]<br /><b>1.</b> (για τα [[νεύρα]] και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («μυθῶδες τὸ [[πλάσμα]] καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).
|mltxt=Α [[ἐκπίπτω]]<br /><b>1.</b> (για τα [[νεύρα]] και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («μυθῶδες τὸ [[πλάσμα]] καὶ εἰς πᾶν προσεκπῖπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-εκπίπτω ook nog eruit vallen:. τῶν δὲ νεύρων προσεκπεσουμένων terwijl de pezen er ook nog dreigen uit te vallen Hp. Fract. 27.
|elnltext=προσ-εκπίπτω ook nog eruit vallen:. τῶν δὲ νεύρων προσεκπεσουμένων terwijl de pezen er ook nog dreigen uit te vallen Hp. Fract. 27.
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπίπτω Medium diacritics: προσεκπίπτω Low diacritics: προσεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosekpíptō Transliteration B: prosekpiptō Transliteration C: prosekpipto Beta Code: prosekpi/ptw

English (LSJ)

fall out besides, of sinews (as well as flesh) mortifying, τῶν νεύρων -πεσουμένων Hp.Fract.27: metaph., πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8.

German (Pape)

[Seite 758] (s. πίπτω), noch dazu herausfallen, einen Ausfall thun; übertr., τῇ φιλοτιμίᾳ, aus Ehrsucht Maaß und Schranken überschreiten, Strab. 1, 2, 3; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπίπτω: ἐκπίπτω προσέτι, ἐπὶ τενόντων (ὡς καὶ σαρκῶν) μαραινομένων καὶ νεκρουμένων, Ἱππ. Ἀγμ. 768.

Greek Monolingual

Α ἐκπίπτω
1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)
2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῖπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εκπίπτω ook nog eruit vallen:. τῶν δὲ νεύρων προσεκπεσουμένων terwijl de pezen er ook nog dreigen uit te vallen Hp. Fract. 27.