σταύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325
(nl)
(CSV import)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stayroma
|Transliteration C=stayroma
|Beta Code=stau/rwma
|Beta Code=stau/rwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">palisade</b> or <b class="b2">stockade</b>, <span class="bibl">Th.5.10</span>, <span class="bibl">6.64</span>,<span class="bibl">74</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>3.2.3</span>, etc.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[palisade]] or [[stockade]], Th.5.10, 6.64,74, X. ''HG''3.2.3, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σταύρωμα''': τό, [[περίφραγμα]] διὰ πασσάλων, [[χαράκωμα]], Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
|btext=ατος (τό) :<br />[[clôture de pieux]], [[palissade]].<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] [[palissade]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
|elrutext='''σταύρωμα:''' ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σταυρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] του σημείου του σταυρού ως [[ευχή]] σε κάποιον ή για [[ξεμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[συνεχής]] [[παρενόχληση]]<br /><b>3.</b> η πρώτη [[σχηματοποίηση]] του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[αλλαγή]] της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα [[χιαστί]], για να επιτευχθεί ομοιόμορφη [[φθορά]] του πέλματός τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[προσήλωση]] σε σταυρό, ο [[σταυρικός]] [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίφραξη]] με πασσάλους, [[περιχαράκωση]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σταυρῶ]], [[σταυρώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] του σημείου του σταυρού ως [[ευχή]] σε κάποιον ή για [[ξεμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[συνεχής]] [[παρενόχληση]]<br /><b>3.</b> η πρώτη [[σχηματοποίηση]] του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[αλλαγή]] της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα [[χιαστί]], για να επιτευχθεί ομοιόμορφη [[φθορά]] του πέλματός τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[προσήλωση]] σε σταυρό, ο [[σταυρικός]] [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίφραξη]] με πασσάλους, [[περιχαράκωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σταύρωμα:''' -ατος, τό, [[περίφραγμα]] με πασσάλους, [[χαράκωμα]], Λατ. [[vallum]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''σταύρωμα:''' -ατος, τό, [[περίφραγμα]] με πασσάλους, [[χαράκωμα]], Λατ. [[vallum]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σταύρωμα:''' ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.
|lstext='''σταύρωμα''': τό, [[περίφραγμα]] διὰ πασσάλων, [[χαράκωμα]], Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταύρωμα]], ατος, τό,<br />a [[palisade]] or [[stockade]], Lat. [[vallum]], Thuc., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fence]], [[palisade]], [[stockade]]
}}
}}
{{elnl
{{lxth
|elnltext=σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.
|lthtxt=''[[vallum]]'', [[rampart]], [[wall]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.10.6/ 5.10.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.64.3/ 6.64.3], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> στρατεύματι]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.66.2/ 6.66.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.74.2/ 6.74.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> σταύρωμα] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.100.1/ 6.100.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%206.100.1/ 6.100.1][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.2.1/ 6.2.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.3.1/ 6.3.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.101.3/ 6.101.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%206.101.3/ 6.101.3][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.38.2/ 7.38.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.53.1/ 7.53.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:49, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταύρωμα Medium diacritics: σταύρωμα Low diacritics: σταύρωμα Capitals: ΣΤΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: staúrōma Transliteration B: staurōma Transliteration C: stayroma Beta Code: stau/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.

German (Pape)

[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.

Russian (Dvoretsky)

σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σταυρῶ, σταυρώνω
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.

Greek Monotonic

σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.

Middle Liddell

σταύρωμα, ατος, τό,
a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

fence, palisade, stockade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

vallum, rampart, wall, 5.10.6. 6.64.3, [nonnulli codd. several manuscripts στρατεύματι]. 6.66.2, 6.74.2, [vulgo commonly σταύρωμα] 6.100.1. 6.100.16.2.1. 6.3.1. 6.101.3. 6.101.37.38.2. 7.53.1.