ἄραδος: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(1) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arados | |Transliteration C=arados | ||
|Beta Code=a)/rados | |Beta Code=a)/rados | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰρ], ὁ, [[disturbance]], τοῦ χρωτὸς ἄ. ποιεῖν Hp.Morb.4.56; ἄ. [[ἐμποιεῖν]] Id.Acut.(Sp.)47; also of [[food]]s, ἄ. ἔχειν Id.VM15; ἔχον ἄ. κακόν Id.Acut.10; [[palpitation]] of the [[heart]], ἄ. [[κακός]] Nic.Th.775: generally, ὁ ἐκ τῆς [[συνουσία]]ς ἄ. καὶ [[παλμός]] prob. in Plu.2.654b. (Prob. onomatop., like [[ἄραβος]].) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[alteración]], [[irritación]] de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.<i>Morb</i>.4.56<br /><b class="num">•</b>de alimentos [[trastorno]] φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 47, cf. Hp.<i>VM</i> 15, <i>Acut</i>.10<br /><b class="num">•</b>de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor</i> Nic.<i>Th</i>.775.<br /><b class="num">2</b> [[agitación]], [[palpitación]] ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... [[ἀπεψία]] δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito</i> Plu.2.654b.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que [[ἄραβος]] y [[ἀράζω]], q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < [[ἄραδος]] Ἄραδος > [[ἄραδος]], -ον<br />[[pequeño]] μορμύρους ἀράδους <i>Gp</i>.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />agitation, perturbation, trouble, mouvement violent, | |btext=ου (ὁ) :<br />[[agitation]], [[perturbation]], [[trouble]], [[mouvement violent]], [[bruit]] ; <i>particul. t. de méd.</i> battement violent du cœur, [[palpitation]].<br />'''Étymologie:''' DELG prob. onomatopée. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη ( | |mltxt=[[ἄραδος]], ο (Α)<br />[[αναταραχή]] στο [[στομάχι]], [[γουργούρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής [[κυρίως]] ορολογίας, η οποία [[παρά]] τη [[χρήση]] της ως τεχνικού όρου [[είναι]] πιθ. ονοματοποιημένη ([[πρβλ]]. [[άραβος]]). Ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>δος</i>, οι οποίες [[είναι]] τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία [[κατηγορία]] τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο ([[πρβλ]]. <i>όμαδος</i>, [[ροίβδος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[disturbance]], [[palpitation]] (Hp.).<br />Derivatives: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[disturbance]], [[palpitation]] (Hp.).<br />Derivatives: [[ἀραδ]]<[[ήσ]]><b class="b3">ει θορυβήσει</b>, [[ταράξει]] and <b class="b3">ἀράδηται κεκόνηται</b> (?), [[συγκέχυται]] H.; also <b class="b3">ἀράζουσιν ἐρεθίζουσιν</b> [[H]].<br />Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]<br />Etymology: Cf. [[κέλαδος]], [[ὅμαδος]] etc. (Chantr. Form. 359). Perhaps onomatopoietic, or not primarily of sound? cf. [[ἄραβος]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἄραδος''': {árados}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[heftige Bewegung im Leibe]], [[Herzklopfen]] (Hp., Nik.).<br />'''Derivative''': Davon ἀραδ<ήσ>ει· θορυβήσει, ταράξει und ἀράδηται· κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; vgl. noch ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν H.<br />'''Etymology''': Zur Bildung vgl. [[κέλαδος]], [[ὅμαδος]] usw. (Chantraine Formation 359, Schwyzer 508). Onomatopoetisch, vgl. [[ἄραβος]]. S. auch WP. 1, 139, Pok. 330 mit fragwertigen außergriechischen Anknüpfungen, außerdem noch Bechtel Dial. 3, 281.<br />'''Page''' 1,128 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 30 November 2022
English (LSJ)
[ᾰρ], ὁ, disturbance, τοῦ χρωτὸς ἄ. ποιεῖν Hp.Morb.4.56; ἄ. ἐμποιεῖν Id.Acut.(Sp.)47; also of foods, ἄ. ἔχειν Id.VM15; ἔχον ἄ. κακόν Id.Acut.10; palpitation of the heart, ἄ. κακός Nic.Th.775: generally, ὁ ἐκ τῆς συνουσίας ἄ. καὶ παλμός prob. in Plu.2.654b. (Prob. onomatop., like ἄραβος.)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰρᾰ-]
1 alteración, irritación de la piel en contacto c. determinados medicamentos, Hp.Morb.4.56
•de alimentos trastorno φακὸς ... ἄραδον ἐμποιεῖ Hp.Acut.(Sp.) 47, cf. Hp.VM 15, Acut.10
•de la picadura del escorpión negro ἄ. κακός terrible dolor Nic.Th.775.
2 agitación, palpitación ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις Hsch., ἄδηλον γὰρ εἰ ... ἀπεψία δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον porque es dudoso que ... se añadiera una indigestión a la excitación del coito Plu.2.654b.
• Etimología: Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que ἄραβος y ἀράζω, q.u., y el suf. de κέλαδος, ὅμαδος. < ἄραδος Ἄραδος > ἄραδος, -ον
pequeño μορμύρους ἀράδους Gp.20.42, cf. dud. Hsch.α 6936.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, heftige Bewegung im Leibe, mir Knurren u. Kollern verbunden, Hippocr. Bei Nic. Th. 776 Herzklopfen, Schol. κίνησις σώματος μετὰ γυμνασίας καὶ ἀλγηδόνος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation, perturbation, trouble, mouvement violent, bruit ; particul. t. de méd. battement violent du cœur, palpitation.
Étymologie: DELG prob. onomatopée.
Greek Monolingual
ἄραδος, ο (Α)
αναταραχή στο στομάχι, γουργούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. λέξης της ιατρικής κυρίως ορολογίας, η οποία παρά τη χρήση της ως τεχνικού όρου είναι πιθ. ονοματοποιημένη (πρβλ. άραβος). Ανήκει στις λέξεις με επίθημα -δος, οι οποίες είναι τεχνικοί ή εκφραστικοί τύποι αβέβαιης ετυμολογίας. Μία κατηγορία τέτοιων λέξεων προέρχεται από ουσιαστικά που δηλώνουν θόρυβο (πρβλ. όμαδος, ροίβδος κ.ά.)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: disturbance, palpitation (Hp.).
Derivatives: ἀραδ<ήσ>ει θορυβήσει, ταράξει and ἀράδηται κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; also ἀράζουσιν ἐρεθίζουσιν H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Cf. κέλαδος, ὅμαδος etc. (Chantr. Form. 359). Perhaps onomatopoietic, or not primarily of sound? cf. ἄραβος.
Frisk Etymology German
ἄραδος: {árados}
Grammar: m.
Meaning: heftige Bewegung im Leibe, Herzklopfen (Hp., Nik.).
Derivative: Davon ἀραδ<ήσ>ει· θορυβήσει, ταράξει und ἀράδηται· κεκόνηται (?), συγκέχυται H.; vgl. noch ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν H.
Etymology: Zur Bildung vgl. κέλαδος, ὅμαδος usw. (Chantraine Formation 359, Schwyzer 508). Onomatopoetisch, vgl. ἄραβος. S. auch WP. 1, 139, Pok. 330 mit fragwertigen außergriechischen Anknüpfungen, außerdem noch Bechtel Dial. 3, 281.
Page 1,128