σφονδυλοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=σφονδῠλοδίνητος
|Full diacritics=σφονδῠλοδῑ́νητος
|Medium diacritics=σφονδυλοδίνητος
|Medium diacritics=σφονδυλοδίνητος
|Low diacritics=σφονδυλοδίνητος
|Low diacritics=σφονδυλοδίνητος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfondylodinitos
|Transliteration C=sfondylodinitos
|Beta Code=sfondulodi/nhtos
|Beta Code=sfondulodi/nhtos
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">twirled by the spindle's whorl</b>, νῆμα <span class="title">AP</span> 6.247 (Phil.).</span>
|Definition=[ῑ], ον, [[twirled by the spindle's whorl]], νῆμα ''AP'' 6.247 (Phil.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[tourné en fuseau]].<br />'''Étymologie:''' [[σφόνδυλος]], [[δινέω]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>mit dem [[Wirbel]] auf der [[Spindel]] [[gedreht]]</i>, [[νῆμα]] Philp. 18 (VI.247).
}}
{{elru
|elrutext='''σφονδῠλοδίνητος:''' (ῑ) намотанный на веретено ([[νῆμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφονδῠλοδίνητος''': [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.
|lstext='''σφονδῠλοδίνητος''': [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné en fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[σφόνδυλος]], [[δινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με τη [[δίνη]] του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιστρο</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με τη [[δίνη]] του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφόνδυλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), [[πρβλ]]. [[οιστροδίνητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφονδῠλοδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη [[ρόκα]]) κατά το [[γνέσιμο]] του μαλλιού, σε Ανθ.
|lsmtext='''σφονδῠλοδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη [[ρόκα]]) κατά το [[γνέσιμο]] του μαλλιού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφονδῠλοδίνητος:''' (ῑ) намотанный на веретено ([[νῆμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφονδῠλο-δί¯νητος, ον,<br />twirled on a [[spindle]], Anth.
|mdlsjtxt=σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,<br />twirled on a [[spindle]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδῠλοδῑ́νητος Medium diacritics: σφονδυλοδίνητος Low diacritics: σφονδυλοδίνητος Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: sphondylodínētos Transliteration B: sphondylodinētos Transliteration C: sfondylodinitos Beta Code: sfondulodi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.

German (Pape)

[ῑ], mit dem Wirbel auf der Spindel gedreht, νῆμα Philp. 18 (VI.247).

Russian (Dvoretsky)

σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστροδίνητος].

Greek Monotonic

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.