Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychoros
|Transliteration C=polychoros
|Beta Code=polu/xwros
|Beta Code=polu/xwros
|Definition=ον <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">spacious, extensive</b>, Ἅιδης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Luct.</span>2</span>: Sup., <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>8.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ἀριθμοί</b> <b class="b2">large</b>, 'round' numbers, Vett. Val.<span class="bibl">274.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">divided into many squares</b> or <b class="b2">compartments</b>, Puchstein <span class="title">Epigr.Gr.</span>p.9.</span>
|Definition=πολύχωρον<br><span class="bld">A</span> [[spacious]], [[extensive]], Ἅιδης Luc.''Luct.''2: Sup., Gal.''UP''8.11.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ἀριθμοί</b> [[large]], 'round' numbers, Vett. Val.274.27.<br><span class="bld">III</span> [[divided into many squares]] or [[compartments]], Puchstein ''Epigr.Gr.''p.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2.
|btext=ος, ος;<br />[[très vaste]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωρος -ον &#91;[[πολύς]], [[χώρα]]] [[uitgestrekt]], [[ruim]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ος;<br />très vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]].
|elrutext='''πολύχωρος:''' [[весьма протяженный]], [[обширный]] ([[Ἃιδης]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευρύ</i>-<i>χωρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ευρύχωρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύχωρος:''' весьма протяженный, обширный ([[Ἃιδης]] Luc.).
|lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωρος Medium diacritics: πολύχωρος Low diacritics: πολύχωρος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: polýchōros Transliteration B: polychōros Transliteration C: polychoros Beta Code: polu/xwros

English (LSJ)

πολύχωρον
A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11.
II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27.
III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.

German (Pape)

[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύχωρος)].

Greek Monotonic

πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.

Middle Liddell

πολύ-χωρος, ον,
spacious, extensive, Luc.