προκλητικός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proklitikos
|Transliteration C=proklitikos
|Beta Code=proklhtiko/s
|Beta Code=proklhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">calling forth, challenging</b>, <b class="b3">τὸ μέλος π</b>., of the partridge, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>4.16</span>; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>7</span>: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>3.13</span> (also in Comp., ibid.); <b class="b2">provocative of, stimulating</b>, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. <span class="bibl">Sor.2.41</span>. Gal.6.624, al.</span>
|Definition=προκλητική, προκλητικόν, [[calling forth]], [[challenging]], <b class="b3">τὸ μέλος π.</b>, of the partridge, Ael. ''NA''4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.''Marc.''7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.''Inv.''3.13 (also in Comp., ibid.); [[provocative of]], [[stimulating]], οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0730.png Seite 730]] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0730.png Seite 730]] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προκλητικός''': , -όν, ὁ προκαλῶν, [[μέλος]] προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· [[μετὰ]] γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.
|btext=ή, όν :<br />[[qui provoque]].<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] [[uitdagend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]].
|elrutext='''προκλητικός:''' [[призывающий]], [[вызывающий]]: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκλητικός:''' призывающий, вызывающий: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой).
|lstext='''προκλητικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, [[μέλος]] προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.
}}
{{elnl
|elnltext=προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προκλητικός]], ή, όν<br />[[calling]] [[forth]], challenging: προκλητικόν, τό, a [[challenge]], Plut.
|mdlsjtxt=[[προκλητικός]], ή, όν<br />[[calling]] [[forth]], challenging: προκλητικόν, τό, a [[challenge]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκλητικός Medium diacritics: προκλητικός Low diacritics: προκλητικός Capitals: ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: proklētikós Transliteration B: proklētikos Transliteration C: proklitikos Beta Code: proklhtiko/s

English (LSJ)

προκλητική, προκλητικόν, calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13 (also in Comp., ibid.); provocative of, stimulating, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.

German (Pape)

[Seite 730] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui provoque.
Étymologie: προκαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend.

Russian (Dvoretsky)

προκλητικός: призывающий, вызывающий: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой).

Greek Monolingual

-ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ προκαλῶ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)
2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι της πέρδικας, Αιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος
3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).
επίρρ...
προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Ν
κατά τρόπο προκλητικό
νεοελλ.
με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.

Greek Monotonic

προκλητικός: -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει εμπρός, προκλητικός· προκλητικόν, τό, πρόκληση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, μέλος προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.

Middle Liddell

προκλητικός, ή, όν
calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.