τρίγλη: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(1b) |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trigli | |Transliteration C=trigli | ||
|Beta Code=tri/glh | |Beta Code=tri/glh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[red mullet]], [[Mullus barbatus]], Epich.64, Sophr.50, Cratin. 58,320, Philyll.13, Diocl.Fr. 135, ''PCair.Zen.''83.2 (iii B. C.), Sor.1.51, 94, Gal.6.715; τ. μιλτοπάρηος Matro ''Conv.'' 27:—in later writers τρίγλᾰ or τρῖγλα prevailed, and is sometimes found in codd. of earlier authors, as [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''543a5, 591b19; [[τρῖγλαν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[τρίγλαν]]) ἀπ' ἀνθρακιῆς ''AP''6.105 (Apollonid.); τρίγλαν Corn.''ND''34, Plu.2.730b,977f, 983f; but only [[τρίγλη]] is recognized by Hdn.Gr.1.255 note, 1.318, Ath.7.324c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[τρίγλα]]. | |btext=<i>c.</i> [[τρίγλα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρίγλη -ης, ἡ [~ τρίζω] zeebarbeel (vis). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τρίγλα]], η, ΝΜΑ, και ουδ. [[τριγλί]], το, Ν, και τρῖγλα Α<br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ψαριού [[μπαρμπούνι]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν | |mltxt=και [[τρίγλα]], η, ΝΜΑ, και ουδ. [[τριγλί]], το, Ν, και τρῖγλα Α<br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ψαριού [[μπαρμπούνι]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν τοῦ ἔτους», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[τρίγλα]]) [[γένος]] σκορπιονοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[καπόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριγ</i>- του [[τρίζω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τριγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λη</i> ([[πρβλ]]. [[τρώγλη]]). Σημασιολογικά, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τρίζω]], λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που κάνουν τα [[βράγχια]] του ψαριού [[καθώς]] το τραβούν έξω από το [[νερό]] (<b>πρβλ.</b> και γαλλ. <i>grondin</i> «[[είδος]] ψαριού» <span style="color: red;"><</span> <i>gronder</i> [[κροτώ]], [[μουρμουρίζω]]»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίγλη:''' ἡ, [[μπαρμπούνι]]· επίσης, <i>τρίγλᾰ</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρίγλη:''' ἡ, [[μπαρμπούνι]]· επίσης, <i>τρίγλᾰ</i>, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρίγλη''': ἡ, τριγλί, χυδ. «μπαρμποῦνι» ([[πωγωνοφόρος]]), Ἰταλ. triglia, Ἐπίχ. 37 Ahr., οὐδ’ Αἰξωνίδ’ ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, ἐν Ἀδήλ. 14, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 1, κλπ.˙ [[τρίγλη]] [[μιλτοπάρῃος]] Μάτρ. παρ’ Ἀθην. 135Β˙ - παρὰ μεταγεν., ὁ [[τύπος]] τρίγλᾰ ἢ τρῖγλα ἐπεκράτησε, καὶ [[πολλάκις]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς ([[οἷον]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5., 8. 2, 31), τρίγλαν ἀπ’ ἀνθρακιῆς Ἀνθ. Π. 6. 105, πρβλ. Ἀθήν. 324C, Ἡρῳδιαν. Γραμμ. σ. 415. - Ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 103 καὶ 175. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[τρίγλη]], ἡ,<br />the red mullet: also τρίγλᾰ, Anth. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τρίγλη''': {tríglē}<br />'''Forms''': dor. -α, sekund. -α (-ῖ- und -ί-)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Trigla]], [[Knurrhahn]], ein Fisch (Epich., Sophr., att. Kom., Arist., hell. Pap. usw.; zu den Formen usw. Solmsen Wortforsch. 260);<br />'''Composita''': [[τριγλοφόρος]] [[Knurrhähne fangend]] (''AP''), ~ -[[βόλος]] ib. (Plu.).<br />'''Derivative''': Demin. [[τριγλίς]] f. (Antiph., Arist. u.a.), -ίον n. (hell. Pap., Gp.); dazu -ῖτις f. [[Art [[ἀφύη]] (Dorio ap. Ath.; Redard 85). — Daneben [[τριγόλας]] m. N. eines Fisches (Sophr.).<br />'''Etymology''': Von [[τρίζω]] (s.d.) mit Beziehung auf den knurrenden Laut, der beim Aneinanderreiben der Kiemendeckelknochen entsteht, wenn dieser Fisch aus dem Wasser genommen wird; s. Bechtel KZ 49, 120 und Strömberg Fischnamen 71 ff. Vgl. τριγλίζειν· κατὰ μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων H. (wie [[κίχλη]]: [[κιχλίζω]]). — Die Nebenform [[τριγόλας]] hat sich an die Nomina auf -όλας, -όλης, z.B. μαινόλας, -όλης, angeschlossen (Bechtel Dial. 2, 245). — Ausführlich über [[τρίγλη]] Thompson Fishes s.v.<br />'''Page''' 2,932 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:06, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, red mullet, Mullus barbatus, Epich.64, Sophr.50, Cratin. 58,320, Philyll.13, Diocl.Fr. 135, PCair.Zen.83.2 (iii B. C.), Sor.1.51, 94, Gal.6.715; τ. μιλτοπάρηος Matro Conv. 27:—in later writers τρίγλᾰ or τρῖγλα prevailed, and is sometimes found in codd. of earlier authors, as Arist.HA543a5, 591b19; τρῖγλαν (v.l. τρίγλαν) ἀπ' ἀνθρακιῆς AP6.105 (Apollonid.); τρίγλαν Corn.ND34, Plu.2.730b,977f, 983f; but only τρίγλη is recognized by Hdn.Gr.1.255 note, 1.318, Ath.7.324c.
French (Bailly abrégé)
c. τρίγλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίγλη -ης, ἡ [~ τρίζω] zeebarbeel (vis).
Greek Monolingual
και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α
παλαιότερη λόγια ονομασία του περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς τίκτειν τοῦ ἔτους», Αθήν.)
νεοελλ.
(στον τ. τρίγλα) γένος σκορπιονοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστό με την κοινή ονομασία καπόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριγ- του τρίζω (πρβλ. παρακμ. τέ-τριγ-α) + επίθημα -λη (πρβλ. τρώγλη). Σημασιολογικά, η λ. συνδέεται με το ρ. τρίζω, λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που κάνουν τα βράγχια του ψαριού καθώς το τραβούν έξω από το νερό (πρβλ. και γαλλ. grondin «είδος ψαριού» < gronder κροτώ, μουρμουρίζω»)].
Greek Monotonic
τρίγλη: ἡ, μπαρμπούνι· επίσης, τρίγλᾰ, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγλη: ἡ, τριγλί, χυδ. «μπαρμποῦνι» (πωγωνοφόρος), Ἰταλ. triglia, Ἐπίχ. 37 Ahr., οὐδ’ Αἰξωνίδ’ ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, ἐν Ἀδήλ. 14, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 1, κλπ.˙ τρίγλη μιλτοπάρῃος Μάτρ. παρ’ Ἀθην. 135Β˙ - παρὰ μεταγεν., ὁ τύπος τρίγλᾰ ἢ τρῖγλα ἐπεκράτησε, καὶ πολλάκις εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς (οἷον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5., 8. 2, 31), τρίγλαν ἀπ’ ἀνθρακιῆς Ἀνθ. Π. 6. 105, πρβλ. Ἀθήν. 324C, Ἡρῳδιαν. Γραμμ. σ. 415. - Ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 103 καὶ 175.
Middle Liddell
τρίγλη, ἡ,
the red mullet: also τρίγλᾰ, Anth.
{{FriskDe
|ftr=τρίγλη: {tríglē}
Forms: dor. -α, sekund. -α (-ῖ- und -ί-)
Grammar: f.
Meaning: Trigla, Knurrhahn, ein Fisch (Epich., Sophr., att. Kom., Arist., hell. Pap. usw.; zu den Formen usw. Solmsen Wortforsch. 260);
Composita: τριγλοφόρος Knurrhähne fangend (AP), ~ -βόλος ib. (Plu.).
Derivative: Demin. τριγλίς f. (Antiph., Arist. u.a.), -ίον n. (hell. Pap., Gp.); dazu -ῖτις f. [[Art ἀφύη (Dorio ap. Ath.; Redard 85). — Daneben τριγόλας m. N. eines Fisches (Sophr.).
Etymology: Von τρίζω (s.d.) mit Beziehung auf den knurrenden Laut, der beim Aneinanderreiben der Kiemendeckelknochen entsteht, wenn dieser Fisch aus dem Wasser genommen wird; s. Bechtel KZ 49, 120 und Strömberg Fischnamen 71 ff. Vgl. τριγλίζειν· κατὰ μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων H. (wie κίχλη: κιχλίζω). — Die Nebenform τριγόλας hat sich an die Nomina auf -όλας, -όλης, z.B. μαινόλας, -όλης, angeschlossen (Bechtel Dial. 2, 245). — Ausführlich über τρίγλη Thompson Fishes s.v.
Page 2,932
}}