μετακαλώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[καλώ]] με απεσταλμένο μου κάποιον να [[πάει]] σε [[άλλο]] [[μέρος]] ή να έλθει [[εκεί]] που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την [[Ευρώπη]] για το [[συνέδριο]]» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον υπουργό»)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[καλώ]], [[προσκαλώ]]<br /><b>3.</b> [[ανακαλώ]], [[αναιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>ματακαλώ</i>) [[ξανακαλώ]], [[καλώ]] εκ νέου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι, [[προσφωνώ]]<br /><b>2.</b> [[καλώ]] ή [[ονομάζω]] κάποιον [[αλλιώς]], με [[άλλο]] τρόπο, [[μετονομάζω]] («τοῦτον μετακαλοῡσιν Ἀλέξανδρον», Τζετζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον να επανέλθει στο [[μέρος]] όπου ήταν [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[καλώ]] κάποιον να μεταβεί από μια πραγματική ή ψυχική [[κατάσταση]] σε [[άλλη]] και [[ιδίως]] σε [[εκείνη]] που είχε [[προηγουμένως]] ή στη συνηθισμένη, στην ομαλή («μετακαλεῑ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ τοὺς [[ὑπὲρ]] τῆς σωτηρίας λόγους», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον στο [[πρέπον]] ή στο ωφέλιμο, τον [[κάνω]] να αλλάξει [[γνώμη]]<br /><b>4.</b> [[αποτρέπω]] κάποιον από μια [[πράξη]] («πεπεισμένος μετακαλέσειν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν Καρχηδονίων συμμαχίας», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[καλώ]] με απεσταλμένο μου κάποιον να [[πάει]] σε [[άλλο]] [[μέρος]] ή να έλθει [[εκεί]] που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την [[Ευρώπη]] για το [[συνέδριο]]» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον υπουργό»)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[καλώ]], [[προσκαλώ]]<br /><b>3.</b> [[ανακαλώ]], [[αναιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>ματακαλώ</i>) [[ξανακαλώ]], [[καλώ]] εκ νέου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι, [[προσφωνώ]]<br /><b>2.</b> [[καλώ]] ή [[ονομάζω]] κάποιον [[αλλιώς]], με [[άλλο]] τρόπο, [[μετονομάζω]] («τοῦτον μετακαλοῦσιν Ἀλέξανδρον», Τζετζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον να επανέλθει στο [[μέρος]] όπου ήταν [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[καλώ]] κάποιον να μεταβεί από μια πραγματική ή ψυχική [[κατάσταση]] σε [[άλλη]] και [[ιδίως]] σε [[εκείνη]] που είχε [[προηγουμένως]] ή στη συνηθισμένη, στην ομαλή («μετακαλεῖ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ τοὺς [[ὑπὲρ]] τῆς σωτηρίας λόγους», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον στο [[πρέπον]] ή στο ωφέλιμο, τον [[κάνω]] να αλλάξει [[γνώμη]]<br /><b>4.</b> [[αποτρέπω]] κάποιον από μια [[πράξη]] («πεπεισμένος μετακαλέσειν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν Καρχηδονίων συμμαχίας», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, -έω)
1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον υπουργό»)
2. (γενικά) καλώ, προσκαλώ
3. ανακαλώ, αναιρώ
νεοελλ.
(στον τ. ματακαλώ) ξανακαλώ, καλώ εκ νέου
μσν.-αρχ.
1. επικαλούμαι, προσφωνώ
2. καλώ ή ονομάζω κάποιον αλλιώς, με άλλο τρόπο, μετονομάζω («τοῦτον μετακαλοῦσιν Ἀλέξανδρον», Τζετζ.)
αρχ.
1. καλώ κάποιον να επανέλθει στο μέρος όπου ήταν πριν
2. καλώ κάποιον να μεταβεί από μια πραγματική ή ψυχική κατάσταση σε άλλη και ιδίως σε εκείνη που είχε προηγουμένως ή στη συνηθισμένη, στην ομαλή («μετακαλεῖ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ἐπὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς σωτηρίας λόγους», Αισχίν.)
3. επαναφέρω κάποιον στο πρέπον ή στο ωφέλιμο, τον κάνω να αλλάξει γνώμη
4. αποτρέπω κάποιον από μια πράξη («πεπεισμένος μετακαλέσειν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν Καρχηδονίων συμμαχίας», Πολ.).