καταντώ: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κατανταίνω]] (AM καταντῶ, -άω)<br />[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[φθάνω]] σε άσχημο [[τέλος]] («κατάντησε να ζητιανεύει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]] ώστε να φθάσει [[κάποιος]] σε μια δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[οδηγώ]] σε [[κατάντια]] («[[έτσι]] τον κατάντησε το [[ξερό]] του το [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> μεταβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[καταλήγω]] («παρεισελθόντας δ' ἐντὸς τοῦ τείχους... | |mltxt=και [[κατανταίνω]] (AM καταντῶ, -άω)<br />[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[φθάνω]] σε άσχημο [[τέλος]] («κατάντησε να ζητιανεύει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντελώ]] ώστε να φθάσει [[κάποιος]] σε μια δυσάρεστη [[θέση]] ή [[κατάσταση]], [[οδηγώ]] σε [[κατάντια]] («[[έτσι]] τον κατάντησε το [[ξερό]] του το [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> μεταβάλλομαι<br /><b>3.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[καταλήγω]] («παρεισελθόντας δ' ἐντὸς τοῦ τείχους... τοῖς ξίφεσιν εἰς τὰ [[βασίλεια]] καταντῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τελειώνω]], [[καταλήγω]] («ἐπί τινας λογισμοὺς κατήντησε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταφεύγω]] σε [[κάτι]] («καταντᾱν ἐπὶ τὴν ἡδονήν», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γεγονότα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον να επανέλθει, [[επαναφέρω]] («εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για αριθμό) περιορίζομαι, ελαττώνομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «καταντᾱν εἰς ἑαυτούς» — να αρχίσουν τις [[μεταξύ]] τους εχθροπραξίες (<b>Πολ.</b>)<br />β) «εἰς δοτικὴν κατήντησεν» — συντάσσεται με [[δοτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντάω]] «[[έρχομαι]] σε κάποιον, [[φθάνω]] [[μέχρι]]». Ο τ. [[κατανταίνω]] [[είναι]] μεταπλασμένος του <i>καταντῶ</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]] ([[πρβλ]]. [[θερμαίνω]]). Το ρ. <i>καταντῶ</i> εμφανίζει, ήδη από την Αρχαία, [[ποικιλία]] σημασιών: η σημ. «[[φθάνω]] σε κάποιο [[σημείο]], [[καταλήγω]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[περιέρχομαι]] σε δυσάρεστη [[θέση]]», έλαβε δηλ. την [[έννοια]] της μετάπτωσης σε μια χειρότερη [[κατάσταση]], με την οποία χρησιμοποιείται η λ. κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κατανταίνω (AM καταντῶ, -άω)
περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει»)
νεοελλ.
1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τον κατάντησε το ξερό του το κεφάλι»)
2. μεταβάλλομαι
3. κατορθώνω
4. καθιστώ
μσν.-αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, καταλήγω («παρεισελθόντας δ' ἐντὸς τοῦ τείχους... τοῖς ξίφεσιν εἰς τὰ βασίλεια καταντῆσαι», Διόδ.)
2. τελειώνω, καταλήγω («ἐπί τινας λογισμοὺς κατήντησε», Πολ.)
3. καταφεύγω σε κάτι («καταντᾱν ἐπὶ τὴν ἡδονήν», Επίκ.)
αρχ.
1. (για γεγονότα) επέρχομαι, συμβαίνω
2. επανέρχομαι, επιστρέφω
3. κάνω κάποιον να επανέλθει, επαναφέρω («εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην», ΠΔ)
4. (για αριθμό) περιορίζομαι, ελαττώνομαι
5. φρ. α) «καταντᾱν εἰς ἑαυτούς» — να αρχίσουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες (Πολ.)
β) «εἰς δοτικὴν κατήντησεν» — συντάσσεται με δοτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀντάω «έρχομαι σε κάποιον, φθάνω μέχρι». Ο τ. κατανταίνω είναι μεταπλασμένος του καταντῶ, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. θερμαίνω). Το ρ. καταντῶ εμφανίζει, ήδη από την Αρχαία, ποικιλία σημασιών: η σημ. «φθάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω» εξελίχθηκε στη σημ. «περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση», έλαβε δηλ. την έννοια της μετάπτωσης σε μια χειρότερη κατάσταση, με την οποία χρησιμοποιείται η λ. κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική].