περιφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perifeygo
|Transliteration C=perifeygo
|Beta Code=perifeu/gw
|Beta Code=perifeu/gw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flee from, escape</b>, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε <span class="bibl">Il.12.322</span>; <b class="b3">ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν</b> the sand <b class="b2">escapes</b> thy numbering, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.98</span>; π. τὴν φθοράν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>677b</span>; ῥαθυμίας <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span>467</span>; <b class="b3">ἔφοδον, πῦρ π</b>., Plu.2.171e. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs., <b class="b2">escape from illness, come out of it alive</b>, <span class="bibl">D.54.1</span>, 28; <b class="b3">π. ἐκ [κυναγχέων]</b> v.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>23</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604a10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">avoid especially</b>, ὅπως μὴ… ἔσται <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>48</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[flee from]], [[escape]], πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Il.12.322; <b class="b3">ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν</b> the sand [[escapes]] thy numbering, Pi.''O.''2.98; π. τὴν φθοράν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''677b; ῥαθυμίας Men.''Mon.''467; <b class="b3">ἔφοδον, πῦρ π.</b>, Plu.2.171e.<br><span class="bld">2</span> abs., [[escape from illness]], [[come out of it alive]], D.54.1, 28; <b class="b3">π. ἐκ [κυναγχέων]</b> [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Prog.''23, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''604a10.<br><span class="bld">3</span> [[avoid especially]], ὅπως μὴ… ἔσται Hp.''Fract.''48.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] (s. [[φεύγω]]), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] (s. [[φεύγω]]), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:
}}
{{elru
|elrutext='''περιφεύγω:''' [[убегать]], [[ускользать]]: πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε избежав (вдвоем) этой войны; ἀριθμὸν π. Pind. ускользать от счета, т. е. быть неисчислимым; π. τὴν φθοράν Plat. спастись от гибели.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, [[ἀποφεύγω]], περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει [[ὅκως]] μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, [[ὥστε]] [[μήτε]] τοὺς οἰκείους, [[μήτε]] τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.
|lstext='''περιφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, [[ἀποφεύγω]], περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει [[ὅκως]] μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, [[ὥστε]] [[μήτε]] τοὺς οἰκείους, [[μήτε]] τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.
}}
{{bailly
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[περιφεύγω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[elude]] met. [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)
|sltr=[[περιφεύγω]] [[elude]] met. [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:
}}
{{elru
|elrutext='''περιφεύγω:''' убегать, ускользать: πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε избежав (вдвоем) этой войны; ἀριθμὸν π. Pind. ускользать от счета, т. е. быть неисчислимым; π. τὴν φθοράν Plat. спастись от гибели.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[flee]] from, [[escape]] from, c. acc., Il.; [[ψάμμος]] ἀριθμὸν π. the [[sand]] mocks thy numbering, Pind.:—absol. to [[escape]] from [[illness]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[flee]] from, [[escape]] from, c. acc., Il.; [[ψάμμος]] ἀριθμὸν π. the [[sand]] mocks thy numbering, Pind.:—absol. to [[escape]] from [[illness]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφεύγω Medium diacritics: περιφεύγω Low diacritics: περιφεύγω Capitals: ΠΕΡΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: peripheúgō Transliteration B: peripheugō Transliteration C: perifeygo Beta Code: perifeu/gw

English (LSJ)

A flee from, escape, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Il.12.322; ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν the sand escapes thy numbering, Pi.O.2.98; π. τὴν φθοράν Pl.Lg.677b; ῥαθυμίας Men.Mon.467; ἔφοδον, πῦρ π., Plu.2.171e.
2 abs., escape from illness, come out of it alive, D.54.1, 28; π. ἐκ [κυναγχέων] v.l. in Hp.Prog.23, cf. Arist.HA604a10.
3 avoid especially, ὅπως μὴ… ἔσται Hp.Fract.48.

German (Pape)

[Seite 599] (s. φεύγω), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., ψάμμος ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

parvenir à fuir, à échapper à, acc..
Étymologie: περί, φεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:

Russian (Dvoretsky)

περιφεύγω: убегать, ускользать: πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε избежав (вдвоем) этой войны; ἀριθμὸν π. Pind. ускользать от счета, т. е. быть неисчислимым; π. τὴν φθοράν Plat. спастись от гибели.

Greek (Liddell-Scott)

περιφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, ἐκφεύγω, διαφεύγω, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, ἀποφεύγω, περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει ὅκως μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, ὥστε μήτε τοὺς οἰκείους, μήτε τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.

English (Slater)

περιφεύγω elude met. ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)

Greek Monolingual

Α
ξεφεύγω, διαφεύγω.

Greek Monotonic

περιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, δραπετεύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ψάμμος ἀριθμὸν περ., η άμμος αναπαριστά την απαρίθμησή σου, σε Πίνδ.· απόλ., ξεφεύγω από την αρρώστια, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to flee from, escape from, c. acc., Il.; ψάμμος ἀριθμὸν π. the sand mocks thy numbering, Pind.:—absol. to escape from illness, Dem.