συγκοινωνός: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(cc2) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkoinonos | |Transliteration C=sygkoinonos | ||
|Beta Code=sugkoinwno/s | |Beta Code=sugkoinwno/s | ||
|Definition= | |Definition=συγκοινωνόν, [[partaking jointly of]], τῆς ῥίζης ''Ep.Rom.''11.17, cf. ''1 Ep.Cor.''9.23; ἐν τῇ θλίψει ''Apoc.''1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.''in Hp.''1.76D.: Subst., [[partner]], PMasp.158.11 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] Teil woran habend, [[NT|N.T.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κοινωνός]]. | |btext=ός, όν :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κοινωνός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκοινωνός -ή -όν [[[σύν]], [[κοινωνός]]] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκοινωνός:''' ὁ [[сообщник]], [[соучастник]] (τινος и ἔν τινι NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''συγκοινωνός:''' -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε [[κάτι]], [[συμμέτοχος]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συγκοινωνός:''' -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε [[κάτι]], [[συμμέτοχος]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκοινωνός''': ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
συγκοινωνόν, partaking jointly of, τῆς ῥίζης Ep.Rom.11.17, cf. 1 Ep.Cor.9.23; ἐν τῇ θλίψει Apoc.1.9; τῆς βασιλείας μου Steph.in Hp.1.76D.: Subst., partner, PMasp.158.11 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 968] Teil woran habend, N.T.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui participe à, gén..
Étymologie: σύν, κοινωνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκοινωνός -ή -όν [σύν, κοινωνός] deelhebbend aan, deelgenoot in, met gen., met ἐν + dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκοινωνός: ὁ сообщник, соучастник (τινος и ἔν τινι NT).
English (Strong)
from σύν and κοινωνός; a co-participant: companion, partake(-r, -r with).
English (Thayer)
(T WH συνκοινωνος (cf. σύν, II. at the end)), συγκοινωνον, participant with others in (anything), joint partner: with a genitive of the thing (cf. Winer's Grammar, § 30,8a.), ἐν, with a dative of the thing, Revelation 1:9.
Greek Monolingual
-όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. συγκοινωνός, ό, ἡ, Α
1. αυτός που μετέχει σε κάτι μαζί με άλλον
2. ως ουσ. εταίρος, σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοινωνός «μέτοχος, σύντροφος»].
Greek Monotonic
συγκοινωνός: -ή, -όν, αυτός που μετέχει από κοινού σε κάτι, συμμέτοχος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συγκοινωνός: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τινὸς μετά τινος ἄλλου, τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 17, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 23· ἐν τῇ θλίψει Ἀποκάλ. α΄, 9.
Middle Liddell
συγ-κοινωνός, ή, όν
partaking jointly of a thing, c. gen., NTest.
Chinese
原文音譯:sugkoinwnÒj 尋格-虧挪挪士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:共同-共有 是(著)
字義溯源:一同有份,合夥,同得,同享者;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κοινωνός)=分享者)組成,其中 (κοινωνός)出自(κοινός)*=公用)。參讀 (ἑταῖρος)同義字比較: (κοινωνέω)=分享
出現次數:總共(4);羅(1);林前(1);腓(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 一同有分(3) 羅11:17; 林前9:23; 啓1:9;
2) 同享者(1) 腓1:7