ἀταλάφρων: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atalafron
|Transliteration C=atalafron
|Beta Code=a)tala/frwn
|Beta Code=a)tala/frwn
|Definition=[<b class="b3">ᾰτ], ον,</b> gen. ονος, (φρονέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tender-minded</b>, of a child in arms, <span class="bibl">Il.6.400</span>, <span class="bibl">Q.S.13.122</span>:—also in form ἀταλόφρων, <span class="title">IG</span>12(8).600.14 (Thasos).</span>
|Definition=[ᾰτ], ον, gen. ονος, ([[φρονέω]]) [[tender-minded]], [[gentle spirited]], [[guileless]], of a [[child]] in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form [[ἀταλόφρων]], IG12(8).600.14 (Thasos).
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀταλόφρων <i>IG</i> 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-λᾱ]<br /><b class="num">1</b> [[tierno]], [[inocente]] ref. a niños [[ἀμφίπολος]] κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως <i>Il</i>.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι [[ἔθος]] Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.19, cf. <i>IG</i> [[l.c.]], Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.<br /><b class="num">2</b> adv. -όνως [[sin madurez mental]], [[torpemente]] Leont.H.<i>Monoph</i>.M.86.1845A.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘[[temeroso]]’ c. [[ἀ-]] priv., pero v. [[ἀταλός]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]].
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[à l'esprit enfantin]], [[naïf]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀταλός]], [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀταλάφρων:''' 2, gen. ονος не знающий забот, безмятежный ([[παῖς]] Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀταλάφρων''': -ον, γεν. ονος ([[φρονέω]]) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ [[ἁπαλόφρων]], ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον [[αὔτως]] Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. [[ἀταλόφρων]], Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἀταλός]], [[φρήν]]): merryhearted, Il. 6.400†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀταλάφρων]], -ον (Α)<br />(για [[παιδιά]]) [[τρυφερός]], [[ευαίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αταλάφρων]] θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «<i>αταλά φρονέων</i>», με α' συνθετικό το επίθ. [[αταλός]] στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[αταλάφρων]] (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. [[αταλός]]) προερχόμενος από <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταλάφρων]] «[[καρτερόψυχος]], [[ανθεκτικός]]» και με [[σημασία]] «[[έντρομος]], φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη [[συμπεριφορά]] του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό [[χωρίο]] (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως [[είναι]] ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>α</i>-), υστερεί σημασιολογικά, [[αφού]] [[πουθενά]] δεν παραδίδεται η λ. [[αταλάφρων]] με τη [[σημασία]] «[[δειλός]], [[έντρομος]], φοβισμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀταλάφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ [[μυαλό]], λέγεται για [[παιδί]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φρήν]]<br />[[tender]]-[[minded]], of a [[child]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλάφρων Medium diacritics: ἀταλάφρων Low diacritics: αταλάφρων Capitals: ΑΤΑΛΑΦΡΩΝ
Transliteration A: ataláphrōn Transliteration B: atalaphrōn Transliteration C: atalafron Beta Code: a)tala/frwn

English (LSJ)

[ᾰτ], ον, gen. ονος, (φρονέω) tender-minded, gentle spirited, guileless, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 (Thasos).

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλάφρων) -ονος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀταλόφρων IG 12(8).600.14 (Tasos II d.C.), Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-λᾱ]
1 tierno, inocente ref. a niños ἀμφίπολος κίεν ... παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ' ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Il.6.400, τὸ παῖδα ἀταλάφρονα κεκλῆσθαι ἔθος Clem.Al.Paed.1.5.19, cf. IG l.c., Q.S.13.122, Hsch., ref. a doncellas Ἀθηναίη ... παρθενικῇ ἀταλάφρονι πάντ' εἰκυῖα Q.S.12.107.
2 adv. -όνως sin madurez mental, torpemente Leont.H.Monoph.M.86.1845A.
• Etimología: Regresivo de ἀταλά φρονέων c. el primer término en ac. Otros lo derivan de ταλάφρων ‘temeroso’ c. ἀ- priv., pero v. ἀταλός.

German (Pape)

[Seite 383] = ἀταλὰ φρονέων, kindlich denkend, noch schwach, zart an Geist, Iliad. 6, 400 παῖδα ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit enfantin, naïf.
Étymologie: ἀταλός, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀταλάφρων: 2, gen. ονος не знающий забот, безмятежный (παῖς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλάφρων: -ον, γεν. ονος (φρονέω) ὁ ἀταλάς, τρυφεράς ἔχων φρένας, ὁ ἁπαλόφρων, ἐπὶ νηπίου, παῖδ’ ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσ’ ἀταλάφρονα, νήπιον αὔτως Ἰλ. Ζ. 400· δι. γρ. ἀταλόφρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 325. 13.

English (Autenrieth)

(ἀταλός, φρήν): merryhearted, Il. 6.400†.

Greek Monolingual

ἀταλάφρων, -ον (Α)
(για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α' συνθετικό το επίθ. αταλός στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία αρχικός είναι ο τ. αταλάφρων (απ' όπου παράγεται έμμεσα το επίθ. αταλός) προερχόμενος από α- στερ. + ταλάφρων «καρτερόψυχος, ανθεκτικός» και με σημασία «έντρομος, φοβισμένος», η οποία ταιριάζει στη συμπεριφορά του Αστυάνακτος, του γιου του Έκτορος, στο συγκεκριμένο ομηρικό χωρίο (Ιλ. Ζ 400). Μειονέκτημα αυτής της ετυμολογήσεως είναι ότι ενώ εξηγεί μορφολογικά πολύ ικανοποιητικά τον τ. (ερμηνεύοντας και το συνδετικό φωνήεν -α-), υστερεί σημασιολογικά, αφού πουθενά δεν παραδίδεται η λ. αταλάφρων με τη σημασία «δειλός, έντρομος, φοβισμένος»].

Greek Monotonic

ἀταλάφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που έχει τρυφερό νου, ελαφρύ μυαλό, λέγεται για παιδί, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φρήν
tender-minded, of a child, Il.