seguro: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[εἰ]], [[εἰ μή]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]] | |sltx=[[εἰ]], [[εἰ μή]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]], [[ἐκ τοῦ ἀκινδύνου]], [[ἐν ἀκινδύνῳ]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 6 January 2023
Spanish > Greek
εἰ, εἰ μή, βάσιμος, ἀδεής, ἀμετανόητος, ἀκηδής, δυσπερίτρεπτος, ἀξιόπιστος, ἀραρίσκω, ἀτρεκής, ἀσφαλής, βέβαιος, ἀλανής, ἀσάλευτος, ἀπήμων, ἀκατάφθορος, ἀδιάδραστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάπταιστος, ἀκίνδυνος, ἀμετάπειστος, ἀπρόπτωτος, ἄπτωτος, ἀπροφάσιστος, ἄκλοπος, ἄπταιστος, ἔγγυος, ἐνέχυρος, διαβεβαιωτικός, ἀστέμβακτος, ἀνεπισφαλής, ἑδράστερος, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου, ἐν ἀκινδύνῳ