Λέρνα: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
mNo edit summary |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Lerna | |Transliteration C=Lerna | ||
|Beta Code=*le/rna | |Beta Code=*le/rna | ||
|Definition=ἡ, [[Lerna]], a marsh in Argolis, the mythol. abode of the [[Hydra]] ([[Λερναῖα Ὕδρα]]), | |Definition=ἡ, [[Lerna]], a marsh in Argolis, the mythol. abode of the [[Hydra]] ([[Λερναῖα Ὕδρα]]), Plu.''Cleom.''15, Paus.2.4.5; also [[Λέρνη]], Cratin.347, Str.8.6.8, etc.: gen. [[Λέρνης]] [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''652, etc.: [[proverb|prov.]], [[Λέρνη κακῶν]] = an [[abyss of ills]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; so [[Λέρνη θεατῶν]], of the [[theatre]], Cratin.l.c.:—Adj. [[Λερναῖος]], [[Λερναῖα]], [[Λερναῖον]], Hes.''Th.''314, etc.; also ος, ον [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''191 (lyr.):—[[Λερναία χολή]], of [[malignant anger]], ''Trag.Adesp.''229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Lerne, <i>fontaine de Corinthe</i>;<br /><b>2</b> <i>dor. c.</i> [[Λέρνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Λέρνα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[Лерна]] (источник в Коринфе) Plut.;<br /><b class="num">2</b> дор. = [[Λέρνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λέρνα''': ἡ, [[ἕλος]] ἐν Ἀργολίδι, ἡ μυθολογικὴ [[κατοικία]] τῆς Ὕδρας, Εὐρ., κλ.· Λέρνη Στράβ. 371, κτλ.· ― παροιμ., [[Λέρνα]] κακῶν, [[ἄβυσσος]] δυστυχημάτων, ὡς τὸ [[Ἰλιὰς]] κακῶν, Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ὁ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 73 ἐκάλει τὸ [[θέατρον]] Λέρνη θεατῶν· ― ἐπίθετ. Λερναῖος, α, ον, Ἡσ. Θεογ. 313, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἴων 191 (λυρ.). | |lstext='''Λέρνα''': ἡ, [[ἕλος]] ἐν Ἀργολίδι, ἡ μυθολογικὴ [[κατοικία]] τῆς Ὕδρας, Εὐρ., κλ.· Λέρνη Στράβ. 371, κτλ.· ― παροιμ., [[Λέρνα]] κακῶν, [[ἄβυσσος]] δυστυχημάτων, ὡς τὸ [[Ἰλιὰς]] κακῶν, Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ὁ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 73 ἐκάλει τὸ [[θέατρον]] Λέρνη θεατῶν· ― ἐπίθετ. Λερναῖος, α, ον, Ἡσ. Θεογ. 313, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Ἴων 191 (λυρ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Λέρνα:''' ἡ, [[έλος]] στην Αργολίδα, μυθολογική [[κατοικία]] της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., [[Λερναῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ή <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ησίοδ., Ευρ. | |lsmtext='''Λέρνα:''' ἡ, [[έλος]] στην Αργολίδα, μυθολογική [[κατοικία]] της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., [[Λερναῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ή <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Λέρνα]], ἡ,<br />[[Lerna]], in [[Argolis]], the [[abode]] of the [[Hydra]], Eur.:—adj. [[Λερναῖος]], η, ον or ος, ον, Hes., Eur. | |mdlsjtxt=[[Λέρνα]], ἡ,<br />[[Lerna]], in [[Argolis]], the [[abode]] of the [[Hydra]], Eur.:—adj. [[Λερναῖος]], η, ον or ος, ον, Hes., Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:34, 25 October 2024
English (LSJ)
ἡ, Lerna, a marsh in Argolis, the mythol. abode of the Hydra (Λερναῖα Ὕδρα), Plu.Cleom.15, Paus.2.4.5; also Λέρνη, Cratin.347, Str.8.6.8, etc.: gen. Λέρνης A.Pr.652, etc.: prov., Λέρνη κακῶν = an abyss of ills, Hsch.; so Λέρνη θεατῶν, of the theatre, Cratin.l.c.:—Adj. Λερναῖος, Λερναῖα, Λερναῖον, Hes.Th.314, etc.; also ος, ον E.Ion191 (lyr.):—Λερναία χολή, of malignant anger, Trag.Adesp.229.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 Lerne, fontaine de Corinthe;
2 dor. c. Λέρνη.
Russian (Dvoretsky)
Λέρνα: ἡ
1 Лерна (источник в Коринфе) Plut.;
2 дор. = Λέρνη.
Greek (Liddell-Scott)
Λέρνα: ἡ, ἕλος ἐν Ἀργολίδι, ἡ μυθολογικὴ κατοικία τῆς Ὕδρας, Εὐρ., κλ.· Λέρνη Στράβ. 371, κτλ.· ― παροιμ., Λέρνα κακῶν, ἄβυσσος δυστυχημάτων, ὡς τὸ Ἰλιὰς κακῶν, Ἡσύχ.· οὕτως ὁ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 73 ἐκάλει τὸ θέατρον Λέρνη θεατῶν· ― ἐπίθετ. Λερναῖος, α, ον, Ἡσ. Θεογ. 313, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 191 (λυρ.).
Greek Monolingual
και Λέρνη, η (AM Λέρνα και Λέρνη)
ονομασία αρχαίας πόλης και ελώδους λίμνης στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό χωριό Μύλοι
αρχ.
1. φρ. «Λέρνη θεατῶν»
(για θέατρο) πλήθος θεατών
2. παροιμ. «Λέρνα κακιῶν» — άβυσσος δυστυχημάτων.
Greek Monotonic
Λέρνα: ἡ, έλος στην Αργολίδα, μυθολογική κατοικία της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., Λερναῖος, -α, -ον ή -ος, -ον, σε Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
Λέρνα, ἡ,
Lerna, in Argolis, the abode of the Hydra, Eur.:—adj. Λερναῖος, η, ον or ος, ον, Hes., Eur.