μαῦλις: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=maylis | |Transliteration C=maylis | ||
|Beta Code=mau=lis | |Beta Code=mau=lis | ||
|Definition=(A), ιδος, or ιος, ἡ, < | |Definition=(A), ιδος, or [[ιος]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bawd]], [[procuress]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: hence, μαυλ-ίζω, = [[μαστροπεύω]], Id. [[sub verbo|s.v.]] [[μαστροπός]], Sch.Ar.''Nu.''976:<br /><br />(B), ἡ, [[knife]], acc. μαῦλιν Call.''Aet.''3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. ''Th.''706; nom. pl. μαύλιες ''AP''15.25 (Besant.):—also [[μαυλία]], ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[μαυλίς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαῦλις:''' ιος ἡ [[нож]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαῦλις''': -ιδος, ἢ ιος, ἡ, [[μαστροπός]], [[προαγωγός]], [[πορνοβοσκός]], Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = [[μαστροπεύω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] μαυλιστής, οῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον [[νόμισμα]], λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. [[μάχαιρα]], δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - [[ὡσαύτως]] μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ. | |lstext='''μαῦλις''': -ιδος, ἢ ιος, ἡ, [[μαστροπός]], [[προαγωγός]], [[πορνοβοσκός]], Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = [[μαστροπεύω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] μαυλιστής, οῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον [[νόμισμα]], λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. [[μάχαιρα]], δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - [[ὡσαύτως]] μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[μαῦλις]] (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής <i>mav</i>-<i>lis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Mavś</i>, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[μαῦλις]] (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής <i>mav</i>-<i>lis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Mavś</i>, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας ([[πρβλ]]. <i>Μαύα</i>, <i>Μαύ</i>-<i>εννα</i>, [[Μαύσωλος]]) με [[επίθημα]] -<i>li</i>- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, [[οπότε]] η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα <i>Mavś</i>», απ' όπου η [[σημασία]] «[[πόρνη]]» ([[πρβλ]]. και λ. [[μαῦλις]] [II]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[μαῦλις]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> <i>μασ</i>-<i>υλιδ</i>-) συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μαίομαι]] ([[πρβλ]]. [[μαστροπός]]) ή με τη λ. [[μήτηρ]] ([[πρβλ]]. [[ματρυλεῖον]])].<br /> <b>(II)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br />[[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαῦλις]] (Ι), με την [[προϋπόθεση]] ότι η λυδική [[θεότητα]] (<b>βλ. λ.</b> [[μαῦλις]] [Ι]) προστάτευε τον στρατό με [[μέταλλο]], [[μαχαίρι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=1<br />Grammatical information: ?<br />Meaning: | |etymtx=1<br />Grammatical information: ?<br />Meaning: [[μάχαιρα]]. <b class="b3">καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα</b> [[H]].<br />Derivatives: [[μαυλίζω]] = [[μαστροπεύω]] (H., sch.) with [[μαυλιστής]] m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. [[μαυλίστρια]] (Suid., sch., EM); <b class="b3">μαυλιστήριον παρ᾽ Ίππώνακτι</b>, <b class="b3">λύδιον νόμισμα</b> ([[λέμισμα]] cod.) <b class="b3">λεπτόν τι</b> [[H]].<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Lyd.<br />Etymology: Chain of hypotheses by Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: from Lyd. <b class="b2">*mav-lis</b>, adj. of <b class="b2">*Mavś</b>, Lydian name of the mother goddess Magna mater (in Asia Minor PN as [[Μαυα]], <b class="b3">Μαυ-εννα</b>, <b class="b3">Μαυ-σσ-ωλλος</b> a. o.), also prop. [[belonging to Mavs]], where 1. = [[μάχαιρα]], as the Magna mater was considered as protecting goddess of metal weapons; 2. <b class="b2">woman decoted to M.</b>, who acts as prostitute for money; 3. <b class="b2">coin of M.</b> (with added <b class="b3">-τήριον</b>). Criticism by Masson, Hipponax 178f.<br />2, <b class="b3">-ιδος, -ιος</b><br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[knife]] (Call., Nic., AP, H., Suid., sch.).<br />Etymology: s. on [[μαῦλις]] 1. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μαῦλις''': 1.<br />{maũlis}<br />'''Meaning''': [[μάχαιρα]]. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.<br />'''Derivative''': Davon μαυλίζω = [[μαστροπεύω]] (H., Sch.) mit [[μαυλιστής]] m. (''Cat''. ''Cod''. ''Astr''., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., Sch., ''EM''); [[μαυλιστήριον]] | |ftr='''μαῦλις''': 1.<br />{maũlis}<br />'''Meaning''': [[μάχαιρα]]. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.<br />'''Derivative''': Davon μαυλίζω = [[μαστροπεύω]] (H., Sch.) mit [[μαυλιστής]] m. (''Cat''. ''Cod''. ''Astr''., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., Sch., ''EM''); [[μαυλιστήριον]]· παῤ ‘Ιππώνακτι, λύδιον [[νόμισμα]] (λέμισμα cod.) [[λεπτόν]] τι H.<br />'''Etymology''': Hypothesenkette von Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: von lyd. *''mav''-''lis'', Adj. von *''Mavś'', lydischer Name der Muttergöttin Magna mater (in kleinas. EN wie Μαυα, Μαυεννα, Μαυσσωλλος u. a.), also eig. ‘der ''Mavś'' gehörig’, woher 1. = [[μάχαιρα]], weil die Magna mater als Schutzgöttin der Metallwaffen betrachtet wurde; 2. ‘der M. geweihte Frau’, die sich für Geld prostituiert; 3. ‘Münze der M.’ (mit hinzugefügtem -τήριον).<br />'''Page''' 2,186<br />2. -ιδος, -ιος<br />{maũlis}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Messer]] (Kall., Nik., ''AP'', H., Suid., Sch.).<br />'''See also''': — S. zum [[μαῦλις]] 1]].<br />'''Page''' 2,186 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ιδος, or ιος, ἡ,
A bawd, procuress, Hsch.: hence, μαυλ-ίζω, = μαστροπεύω, Id. s.v. μαστροπός, Sch.Ar.Nu.976:
(B), ἡ, knife, acc. μαῦλιν Call.Aet.3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. Th.706; nom. pl. μαύλιες AP15.25 (Besant.):—also μαυλία, ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
c. μαυλίς.
Russian (Dvoretsky)
μαῦλις: ιος ἡ нож Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μαῦλις: -ιδος, ἢ ιος, ἡ, μαστροπός, προαγωγός, πορνοβοσκός, Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = μαστροπεύω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν μαυλιστής, οῦ, ὁ, = μαστροπός, Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον νόμισμα, λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. μάχαιρα, δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - ὡσαύτως μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.
Greek Monolingual
(I)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής mav-lis < Mavś, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας (πρβλ. Μαύα, Μαύ-εννα, Μαύσωλος) με επίθημα -li- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, οπότε η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα Mavś», απ' όπου η σημασία «πόρνη» (πρβλ. και λ. μαῦλις [II]). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. μαῦλις (Ι) (< μασ-υλιδ-) συνδέεται με την οικογένεια του μαίομαι (πρβλ. μαστροπός) ή με τη λ. μήτηρ (πρβλ. ματρυλεῖον)].
(II)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μαῦλις (Ι), με την προϋπόθεση ότι η λυδική θεότητα (βλ. λ. μαῦλις [Ι]) προστάτευε τον στρατό με μέταλλο, μαχαίρι].
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: ?
Meaning: μάχαιρα. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.
Derivatives: μαυλίζω = μαστροπεύω (H., sch.) with μαυλιστής m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., sch., EM); μαυλιστήριον παρ᾽ Ίππώνακτι, λύδιον νόμισμα (λέμισμα cod.) λεπτόν τι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Lyd.
Etymology: Chain of hypotheses by Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: from Lyd. *mav-lis, adj. of *Mavś, Lydian name of the mother goddess Magna mater (in Asia Minor PN as Μαυα, Μαυ-εννα, Μαυ-σσ-ωλλος a. o.), also prop. belonging to Mavs, where 1. = μάχαιρα, as the Magna mater was considered as protecting goddess of metal weapons; 2. woman decoted to M., who acts as prostitute for money; 3. coin of M. (with added -τήριον). Criticism by Masson, Hipponax 178f.
2, -ιδος, -ιος
Grammatical information: f.
Meaning: knife (Call., Nic., AP, H., Suid., sch.).
Etymology: s. on μαῦλις 1.
Frisk Etymology German
μαῦλις: 1.
{maũlis}
Meaning: μάχαιρα. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.
Derivative: Davon μαυλίζω = μαστροπεύω (H., Sch.) mit μαυλιστής m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., Sch., EM); μαυλιστήριον· παῤ ‘Ιππώνακτι, λύδιον νόμισμα (λέμισμα cod.) λεπτόν τι H.
Etymology: Hypothesenkette von Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: von lyd. *mav-lis, Adj. von *Mavś, lydischer Name der Muttergöttin Magna mater (in kleinas. EN wie Μαυα, Μαυεννα, Μαυσσωλλος u. a.), also eig. ‘der Mavś gehörig’, woher 1. = μάχαιρα, weil die Magna mater als Schutzgöttin der Metallwaffen betrachtet wurde; 2. ‘der M. geweihte Frau’, die sich für Geld prostituiert; 3. ‘Münze der M.’ (mit hinzugefügtem -τήριον).
Page 2,186
2. -ιδος, -ιος
{maũlis}
Grammar: f.
Meaning: Messer (Kall., Nik., AP, H., Suid., Sch.).
See also: — S. zum μαῦλις 1]].
Page 2,186