μετριασμός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metriasmos
|Transliteration C=metriasmos
|Beta Code=metriasmo/s
|Beta Code=metriasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[jesting]], <b class="b3">κατὰ μετριασμόν</b> in [[jest]], Suid. s.v. [[ἀκρισία]].</span>
|Definition=ὁ, [[jesting]], <b class="b3">κατὰ μετριασμόν</b> in [[jest]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀκρισία]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 04:40, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριασμός Medium diacritics: μετριασμός Low diacritics: μετριασμός Capitals: ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: metriasmós Transliteration B: metriasmos Transliteration C: metriasmos Beta Code: metriasmo/s

English (LSJ)

ὁ, jesting, κατὰ μετριασμόν in jest, Suid. s.v. ἀκρισία.

German (Pape)

[Seite 162] ὁ, die Mäßigung, Mittelmäßigkeit, Suid. v. ἀκρισία.

Greek (Liddell-Scott)

μετριασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. ἀκρισία.

Greek Monolingual

ο (Α μετριασμός) μετριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετριάζω η ελάττωση της οξύτητας ή της έντασης, περιστολή, περιορισμόςμετριασμός της ποινής»)
νεοελλ.
μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση
αρχ.
χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό.