φυτός: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fytos | |Transliteration C=fytos | ||
|Beta Code=futo/s | |Beta Code=futo/s | ||
|Definition= | |Definition=φυτή, φυτόν, ([[φύω]]) of a wooden statue,<br><span class="bld">A</span> [[shaped by nature]], [[without art]], Pi.''P.''5.42; <b class="b3">πύαλον.. φοιτήν</b> (sic) ''SIG''1231.8 (Bithynia, iii/iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[fruitful]], πεδίον [[LXX]] ''Ez.''17.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[formé par la nature]], [[naturel]];<br /><b>2</b> [[qui engendre]], [[fécond]], [[fertile]].<br />'''Étymologie:''' [[φύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠτός:''' [[созданный природой]], [[естественный]] ([[ἀνδριάς]] Pind.). - см. тж. [[φυτόν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως [[ἄνευ]] τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. II. [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[πεδίον]] Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5). | |lstext='''φυτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως [[ἄνευ]] τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. II. [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[πεδίον]] Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ξόανο]]) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη [[φύση]], [[χωρίς]] την ανθρώπινη [[επενέργεια]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φυτός]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i>, [[φύομαι]] με την κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -<i>ῠ</i>-, [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῦ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), αναλογικά [[προς]] τον ενεστ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>φύω</i>). Η λ. [[φυτός]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. ( | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ξόανο]]) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη [[φύση]], [[χωρίς]] την ανθρώπινη [[επενέργεια]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φυτός]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i>, [[φύομαι]] με την κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -<i>ῠ</i>-, [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῦ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), αναλογικά [[προς]] τον ενεστ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>φύω</i>). Η λ. [[φυτός]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. ([[πρβλ]]. [[ἐλαιόφυτος]], [[νεόφυτος]]), ενώ από το ουδ. έχει προέλθει το ουσ. [[φυτό]](<i>ν</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φύω]], σχηματισμένος από τη [[φύση]], [[ανεπιτήδευτος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''φῠτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φύω]], σχηματισμένος από τη [[φύση]], [[ανεπιτήδευτος]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῠτός, ή, όν verb. adj. of φύω]<br />shaped by [[nature]], without art, Pind. | |mdlsjtxt=φῠτός, ή, όν verb. adj. of φύω]<br />shaped by [[nature]], without art, Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
φυτή, φυτόν, (φύω) of a wooden statue,
A shaped by nature, without art, Pi.P.5.42; πύαλον.. φοιτήν (sic) SIG1231.8 (Bithynia, iii/iv A. D.).
II fruitful, πεδίον LXX Ez.17.5.
German (Pape)
[Seite 1320] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 formé par la nature, naturel;
2 qui engendre, fécond, fertile.
Étymologie: φύω.
Russian (Dvoretsky)
φῠτός: созданный природой, естественный (ἀνδριάς Pind.). - см. тж. φυτόν.
Greek (Liddell-Scott)
φυτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως ἄνευ τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. ἔνθα ἴδε Böckh. II. καρποφόρος, γόνιμος, πεδίον Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).
English (Slater)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει
2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια
3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ- του ρ. φύω, φύομαι με την κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -ῠ-, αντί του αναμενόμενου -ῦ- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūta-), αναλογικά προς τον ενεστ. φύω / φύομαι (βλ. και λ. φύω). Η λ. φυτός απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (πρβλ. ἐλαιόφυτος, νεόφυτος), ενώ από το ουδ. έχει προέλθει το ουσ. φυτό(ν)].
Greek Monotonic
φῠτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φύω, σχηματισμένος από τη φύση, ανεπιτήδευτος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φῠτός, ή, όν verb. adj. of φύω]
shaped by nature, without art, Pind.