χλίω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=χλίω
|Full diacritics=χλῑ́ω
|Medium diacritics=χλίω
|Medium diacritics=χλίω
|Low diacritics=χλίω
|Low diacritics=χλίω
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlio
|Transliteration C=chlio
|Beta Code=xli/w
|Beta Code=xli/w
|Definition=<b class="b3">[ῑ</b>], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[luxuriate]], [[revel]], ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 137</span>; ὅμιλον . . πέπλοισι βαρβάροισι . . χλίοντα <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>236</span>.</span>
|Definition=[ῑ], [[luxuriate]], [[revel]], ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.''Ch.'' 137; ὅμιλον.. πέπλοισι βαρβάροισι.. χλίοντα Id.''Supp.''236.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt [[χλιδή]], [[χλιδάω]], [[χλιαρός]] u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermütig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt [[χλιδή]], [[χλιδάω]], [[χλιαρός]] u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />[[être dédaigneux]], [[fier]], [[orgueilleux]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[χλιαρός]], [[χλιαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλίω:''' (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться ([[ὑπερκόπως]] ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χλίω''': [ῑ], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[θερμός]], εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ [[τρυφάω]], ἀσώτως [[διάγω]], εἶμαι [[μαλθακός]], [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἐπιχαίρω]], οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).
|lstext='''χλίω''': [ῑ], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[θερμός]], εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ [[τρυφάω]], ἀσώτως [[διάγω]], εἶμαι [[μαλθακός]], [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἐπιχαίρω]], οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être dédaigneux, fier, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χλιαρός]], [[χλιαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλίω:''' [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[θερμός]]· απ' όπου, ζω με [[πολυτέλεια]], [[γλεντώ]], <i>ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χλίω:''' [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[θερμός]]· απ' όπου, ζω με [[πολυτέλεια]], [[γλεντώ]], <i>ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλίω:''' (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться ([[ὑπερκόπως]] ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χλί¯ω, only in pres.]<br />to be or [[become]] [[warm]]: [[hence]] to [[luxuriate]], [[revel]], ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι Aesch.
|mdlsjtxt=χλῑ́ω, only in pres.]<br />to be or [[become]] [[warm]]: [[hence]] to [[luxuriate]], [[revel]], ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῑ́ω Medium diacritics: χλίω Low diacritics: χλίω Capitals: ΧΛΙΩ
Transliteration A: chlíō Transliteration B: chliō Transliteration C: chlio Beta Code: xli/w

English (LSJ)

[ῑ], luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch. 137; ὅμιλον.. πέπλοισι βαρβάροισι.. χλίοντα Id.Supp.236.

German (Pape)

[Seite 1359] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermütig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt χλιδή, χλιδάω, χλιαρός u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être dédaigneux, fier, orgueilleux.
Étymologie: cf. χλιαρός, χλιαίνω.

Russian (Dvoretsky)

χλίω: (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться (ὑπερκόπως ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.

Greek (Liddell-Scott)

χλίω: [ῑ], εἶμαι ἢ γίνομαι θερμός, εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ τρυφάω, ἀσώτως διάγω, εἶμαι μαλθακός, ὑπερηφανεύομαι, ἐπιχαίρω, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).

Greek Monolingual

Α
1. χλιαίνω
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός
3. μτφ. χλιδῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.

Greek Monotonic

χλίω: [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή γίνομαι θερμός· απ' όπου, ζω με πολυτέλεια, γλεντώ, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χλῑ́ω, only in pres.]
to be or become warm: hence to luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι Aesch.