ἐνδυτός: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=endytos | |Transliteration C=endytos | ||
|Beta Code=e)nduto/s | |Beta Code=e)nduto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐνδυτόν,<br><span class="bld">A</span> [[put on]], ἐσθήματα A.''Eu.''1028 codd.; στέφη E.''Tr.''257 (anap.); στολαί Antiph.36.<br><span class="bld">2</span> [[ἐνδυτόν]] (''[[sc.]]'' [[ἔσθημα]]). τό, [[garment]], [[dress]], Simon.179.10, Call.''Ap.''32, dub. in Herod.8.65; [[ἐ]], [[νεβρίδων]] a [[dress]] of fawn-skin, E.''Ba.''111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.''IA'' 1073 (lyr.): metaph., <b class="b3">ἐ. σαρκός</b> the skin, Id.''Ba.''746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14.<br><span class="bld">II</span> [[clad in]], [[covered]], στέμμασιν [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''224 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἐνδῠτός) -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἔνδυτος]] Herod.8.65<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cubierto de]] στέμμασί γ' ἐ. ref. [[ὀμφαλός]] del templo de Apolo, E.<i>Io</i> 224.<br /><b class="num">2</b> de ropa o complementos [[puesto]], [[ceñido]] en ocasiones especiales o por personajes fuera de lo común φοινικόβαπτα ἐνδυτὰ ἐσθήματα A.<i>Eu</i>.1028, στέφεα E.<i>Tr</i>.257, στολαί Antiph.38.1<br /><b class="num">•</b>[[ajustado]] σχῆμα ... ἐνδυτοῦ θώρακος I.<i>BI</i> 5.233.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἐνδυτόν [[prenda de vestir]], [[vestido]] ἐ. νεβρίδων vestido de piel de cervatillo</i> E.<i>Ba</i>.111, cf. 138, περὶ σώματι χρυσέων ὅπλων ... κεκορυθμένος ἐνδυτά provisto de vestidos de armas de oro en torno a su cuerpo</i> E.<i>IA</i> 1073, cf. Call.<i>Ap</i>.32, οἵδε φθιμένων ἔνδυτ' ἔχοντες ... παῖδες he aquí sus hijos con los vestidos de los muertos, e.e., con ropa de luto</i> E.<i>HF</i> 443, cf. <i>IG</i> 12(6).261.37 (Samos IV a.C.), <i>AP</i> 6.217 (Simon.), τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Alex.103.14, Herod.l.c., <i>SB</i> 14203.3 (V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. σαρκὸς ἐνδυτά piel</i> E.<i>Ba</i>.746, βαθυρρήνοιο τάπητος ἐ. el vestido de la blanda alfombra</i>, <i>AP</i> 6.250 (Antiphil.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br /> | |btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />qu'on a revêtu (vêtement, robe, <i>etc.</i>) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐνδύω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[angezogen]], [[angetan]]</i>, bes. von [[schönen]] Kleidern und anderm [[Schmuck]]; φοινικόβαπτα ἐσθήματα Aesch. <i>Eum</i>. 982; στέμμασι Eur. <i>Ion</i> 224; <i>Tr</i>. 256; σαρκός, die Haut, <i>Bacch</i>. 746; sp.D.; τάπητος Antiphil. 6 (VI.250), [[wofür]] [[hernach]] [[χιτών]] steht; τοὔνδυτον Alexis Ath. XIII.568 (v. 14). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἐνδῠτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[одетый]], [[увенчанный]] (στέμμασι Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[надетый]] (ἐσθήματα Aesch.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνδῠτός''': -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. [[ἔσθημα]]), τὸ [[ἔνδυμα]], [[ἐσθής]], Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν [[αὐτόθι]] 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur. | |mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (''[[sc.]]'' ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 25 October 2024
English (LSJ)
ἐνδυτόν,
A put on, ἐσθήματα A.Eu.1028 codd.; στέφη E.Tr.257 (anap.); στολαί Antiph.36.
2 ἐνδυτόν (sc. ἔσθημα). τό, garment, dress, Simon.179.10, Call.Ap.32, dub. in Herod.8.65; ἐ, νεβρίδων a dress of fawn-skin, E.Ba.111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.IA 1073 (lyr.): metaph., ἐ. σαρκός the skin, Id.Ba.746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14.
II clad in, covered, στέμμασιν E.Ion224 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἐνδῠτός) -όν
• Alolema(s): ἔνδυτος Herod.8.65
I 1cubierto de στέμμασί γ' ἐ. ref. ὀμφαλός del templo de Apolo, E.Io 224.
2 de ropa o complementos puesto, ceñido en ocasiones especiales o por personajes fuera de lo común φοινικόβαπτα ἐνδυτὰ ἐσθήματα A.Eu.1028, στέφεα E.Tr.257, στολαί Antiph.38.1
•ajustado σχῆμα ... ἐνδυτοῦ θώρακος I.BI 5.233.
II subst. τὸ ἐνδυτόν prenda de vestir, vestido ἐ. νεβρίδων vestido de piel de cervatillo E.Ba.111, cf. 138, περὶ σώματι χρυσέων ὅπλων ... κεκορυθμένος ἐνδυτά provisto de vestidos de armas de oro en torno a su cuerpo E.IA 1073, cf. Call.Ap.32, οἵδε φθιμένων ἔνδυτ' ἔχοντες ... παῖδες he aquí sus hijos con los vestidos de los muertos, e.e., con ropa de luto E.HF 443, cf. IG 12(6).261.37 (Samos IV a.C.), AP 6.217 (Simon.), τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Alex.103.14, Herod.l.c., SB 14203.3 (V/VI d.C.)
•fig. σαρκὸς ἐνδυτά piel E.Ba.746, βαθυρρήνοιο τάπητος ἐ. el vestido de la blanda alfombra, AP 6.250 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
qu'on a revêtu (vêtement, robe, etc.) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.
Étymologie: adj. verb. de ἐνδύω.
German (Pape)
angezogen, angetan, bes. von schönen Kleidern und anderm Schmuck; φοινικόβαπτα ἐσθήματα Aesch. Eum. 982; στέμμασι Eur. Ion 224; Tr. 256; σαρκός, die Haut, Bacch. 746; sp.D.; τάπητος Antiphil. 6 (VI.250), wofür hernach χιτών steht; τοὔνδυτον Alexis Ath. XIII.568 (v. 14).
Russian (Dvoretsky)
ἐνδῠτός:
1 одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);
2 надетый (ἐσθήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῠτός: -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. ἔσθημα), τὸ ἔνδυμα, ἐσθής, Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν αὐτόθι 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224.
Greek Monolingual
-ή (AM ἐνδυτός, -όν)
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα
2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν
α) εσθήτα
β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.).
Greek Monotonic
ἐνδῠτός: -όν,
I. 1. αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ἐνδυτόν (ενν. ἔσθημα), τό, ένδυμα, ρούχο, φόρεμα, στον ίδ.· μεταφ., ἐνδ.σαρκός, δηλ. το δέρμα κάποιου, στον ίδ.
II. ντυμένος, καλυμμένος με, στέμμασιν, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐνδῠτός, όν adj [from ἐνδύω
I. put on, Aesch., Eur.
2. ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a garment, dress, Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's skin, Eur.
II. clad in, covered with, στέμμασιν Eur.