διαπόνημα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diaponima
|Transliteration C=diaponima
|Beta Code=diapo/nhma
|Beta Code=diapo/nhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hard labour]], [[exercise]], τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>813d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> concrete, [[work]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Criti.</span>114e</span>; <b class="b2">achievement, work done</b>, βασιλέως <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>2.7</span>; <b class="b2">thing achieved, reward of toil</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Goth.</span>4.19</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[hard labour]], [[exercise]], τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''813d.<br><span class="bld">II</span> concrete, [[work]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.''Criti.''114e; [[achievement]], [[work done]], βασιλέως Procop.''Aed.''2.7; [[thing achieved]], [[reward of toil]], Id.''Goth.''4.19.
}}
{{ls
|lstext='''διαπόνημα''': τό, βαρεῖα [[ἐργασία]], [[κόπος]], ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, [[φιλοπόνημα]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, exercice laborieux.<br />'''Étymologie:''' [[διαπονέω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr. [[obra]] de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.<i>Criti</i>.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.<i>Aed</i>.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.<i>Criti</i>.114e.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[ejercicio]] fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra</i> Pl.<i>Lg</i>.813d.<br /><b class="num">2</b> [[trabajo]] διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido</i> Procop.<i>Aed</i>.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.<i>Aed</i>.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.<i>Aed</i>.3.6.21.<br /><b class="num">3</b> [[sufrimiento]] αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra</i> Procop.<i>Goth</i>.4.19.20.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr. [[obra]] de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.<i>Criti</i>.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.<i>Aed</i>.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.<i>Criti</i>.114e.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[ejercicio]] fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra</i> Pl.<i>Lg</i>.813d.<br /><b class="num">2</b> [[trabajo]] διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido</i> Procop.<i>Aed</i>.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.<i>Aed</i>.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.<i>Aed</i>.3.6.21.<br /><b class="num">3</b> [[sufrimiento]] αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra</i> Procop.<i>Goth</i>.4.19.20.
}}
}}
{{lsm
{{bailly
|lsmtext='''διαπόνημα:''' -ατος, τό, σκληρή, επίπονη [[εργασία]], [[άσκηση]], σε Πλάτ.
|btext=ατος (τό) :<br />[[travail pénible]], [[exercice laborieux]].<br />'''Étymologie:''' [[διαπονέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.
|elnltext=διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] [[inspannend werk]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Arbeit]]</i>, Plat. <i>Critia</i>. 114e; <i>[[Übung]], Legg</i>. VII.813d und Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπόνημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;<br /><b class="num">2)</b> упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).
|elrutext='''διαπόνημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[труд]], [[работа]] (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;<br /><b class="num">2</b> [[упражнение]] (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''διαπόνημα''': τό, βαρεῖα [[ἐργασία]], [[κόπος]], ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, [[φιλοπόνημα]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπόνημα:''' -ατος, τό, σκληρή, επίπονη [[εργασία]], [[άσκηση]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαπόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαπονέω]]<br />[[hard]] [[labour]], [[exercise]], Plat.
|mdlsjtxt=[[διαπόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαπονέω]]<br />[[hard]] [[labour]], [[exercise]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπόνημα Medium diacritics: διαπόνημα Low diacritics: διαπόνημα Capitals: ΔΙΑΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: diapónēma Transliteration B: diaponēma Transliteration C: diaponima Beta Code: diapo/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d.
II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.

German (Pape)

τό, Arbeit, Plat. Critia. 114e; Übung, Legg. VII.813d und Sp.

Russian (Dvoretsky)

διαπόνημα: ατος τό
1 труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2 упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.

Greek Monotonic

διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.