διασχίζω: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaschizo | |Transliteration C=diaschizo | ||
|Beta Code=diasxi/zw | |Beta Code=diasxi/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[cleave asunder]], [[sever]], ἱστία δέ σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71; ἐάν τις ἓν δ. [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 97a, etc.:—Pass., to [[be cloven asunder]], νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316; opp. [[συγκρίνεσθαι]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''893e; θοἰμάτιον δ. Id.''Grg.'' 469d; of soldiers, to [[be separated]], [[parted]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.13; to [[be set at variance]], διέσχιστο ἡ πόλις Charito 6.1: impers., <b class="b3">τούτοις διέσχισται</b> they [[have a cleft]], Arist.''Resp.''475a2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[rasgar]], [[desgarrar]], [[cortar]] ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο <i>Od</i>.9.71, διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.) Stesich.15.2.8<i>S</i>., cf. Opp.<i>C</i>.2.277, en v. pas. νεῦρα διεσχίσθη <i>Il</i>.16.316, θοιμάτιον Pl.<i>Grg</i>.469d, κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν una caña cortada me hirió</i> Theoc.8.24, cf. Thphr.<i>HP</i> 5.8.2, <i>PPetr</i>.2.6.5 (III a.C.), μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ Ath.Al.<i>Apol.Sec</i>.34.4<br /><b class="num">•</b>abs. [[abrir un cuerpo]] ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευον en un sacrificio, Str.7.2.3<br /><b class="num">•</b>[[hender]] ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούρας D.P.1042<br /><b class="num">•</b>en v. med. impers. τούτοις ... διέσχισται en estos hay una hendidura</i> dicho de los insectos, Arist.<i>Iuu</i>.475<sup>a</sup>2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[romper]], [[deshacer]] τὸν γάμον <i>PSI</i> 1421.7 (III d.C.), διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν cortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso</i> [[LXX]] <i>Sap</i>.18.23.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]], [[separar]] ἕν Pl.<i>Phd</i>.97a, τὸ μεῖζον Arist.<i>Pr</i>.904<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>fig. [[dividir]], [[causar desacuerdo en]] τοὺς κατ' αὐτοῦ συμφωνοῦντας Chrys.M.57.405.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas. [[dividirse]] op. [[συγκρίνεσθαι]] Pl.<i>Lg</i>.893e, op. [[προστίθεσθαι]] Pl.<i>Phd</i>.101b, διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο de soldados, X.<i>Cyr</i>.4.5.13, cf. I.<i>AI</i> 13.98, τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντος I.<i>AI</i> 6.153<br /><b class="num">•</b>perf. [[estar dividido]] διέσχισται τὸ φλέβιον Arist.<i>Pr</i>.961<sup>b</sup>34, διέσχιστο δὲ ἡ πόλις en dos bandos, Charito 6.1.2, αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαι Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 7.5.1, παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλων al escribir, Sch.D.T.191.21. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] zerspalten, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0605.png Seite 605]] zerspalten, [[zerschneiden]], [[zerreißen]]; Il. 16, 316 Od. 9, 71; [[κάλαμος]] διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[συγκρίνω]], Legg. X, 893 e; Pass. = [[getrennt]] werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; [[uneinig]] sein, Charito 6, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> διέσχισα;<br /><b>1</b> [[fendre]] ; <i>Pass.</i> être fendu, être déchiré;<br /><b>2</b> [[séparer]], [[écarter]] ; <i>Pass.</i> être séparé (par une route), <i>en parl. de troupes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σχίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-σχίζω, met acc. uiteenscheuren, splijten, splitsen:; ἱστία δέ σφιν... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο de kracht van de wind scheurde hun zeilen uiteen Od. 9.71; pass.: νεῦρα διεσχίσθη de spieren werden uiteengescheurd Il. 16.316; διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο ze raakten uit elkaar door een bepaald pad te kiezen en verdwaalden Xen. Cyr. 4.5.13; ἐάν τις ἓν διασχίσῃ als men één splitst Plat. Phaed. 97a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασχίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[раскалывать]], [[расщеплять]] ([[ξύλον]] Arst.; [[κάλαμος]] διασχισθείς Theocr.; τοξεύμασι τὸ [[ὀστέον]] διεσχίσθην Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[разрывать]] (τὸ [[ἱμάτιον]] Plat.; τριχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[разделять]], [[разобщать]]: διασχισθέντες τρίβῳ Xen. разделенные тропинкой, т. е. идущие разными дорогами, оторвавшиеся друг от друга. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], διχοτομῶ, ἱστία δε [[σφιν]]… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, [[νεῦρα]] διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· [[θοἰμάτιον]] δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει [[διάσχισμα]], Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2. | |lstext='''διασχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], διχοτομῶ, ἱστία δε [[σφιν]]… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, [[νεῦρα]] διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· [[θοἰμάτιον]] δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει [[διάσχισμα]], Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. [[act]]. διέσχισε, aor. [[pass]]. διεσχίσθη: [[cleave]] [[asunder]], [[sever]], Od. 9.71 and Il. 16.316. | |auten=aor. [[act]]. διέσχισε, aor. [[pass]]. διεσχίσθη: [[cleave]] [[asunder]], [[sever]], Od. 9.71 and Il. 16.316. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν. | |lsmtext='''διασχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σχίζω]] στα [[δύο]], [[διαχωρίζω]], [[διχοτομώ]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[cleave]] or [[rend]] [[asunder]], Od., Plat., etc.:—Pass. to be [[cloven]] [[asunder]], Il.; of soldiers, to be separated, Xen. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[cleave]] or [[rend]] [[asunder]], Od., Plat., etc.:—Pass. to be [[cloven]] [[asunder]], Il.; of soldiers, to be separated, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:08, 23 March 2024
English (LSJ)
cleave asunder, sever, ἱστία δέ σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71; ἐάν τις ἓν δ. Pl.Phd. 97a, etc.:—Pass., to be cloven asunder, νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316; opp. συγκρίνεσθαι, Pl.Lg.893e; θοἰμάτιον δ. Id.Grg. 469d; of soldiers, to be separated, parted, X.Cyr.4.5.13; to be set at variance, διέσχιστο ἡ πόλις Charito 6.1: impers., τούτοις διέσχισται they have a cleft, Arist.Resp.475a2.
Spanish (DGE)
I tr.
1 rasgar, desgarrar, cortar ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71, διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.) Stesich.15.2.8S., cf. Opp.C.2.277, en v. pas. νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316, θοιμάτιον Pl.Grg.469d, κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν una caña cortada me hirió Theoc.8.24, cf. Thphr.HP 5.8.2, PPetr.2.6.5 (III a.C.), μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ Ath.Al.Apol.Sec.34.4
•abs. abrir un cuerpo ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευον en un sacrificio, Str.7.2.3
•hender ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούρας D.P.1042
•en v. med. impers. τούτοις ... διέσχισται en estos hay una hendidura dicho de los insectos, Arist.Iuu.475a2.
2 fig. romper, deshacer τὸν γάμον PSI 1421.7 (III d.C.), διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν cortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso LXX Sap.18.23.
3 dividir, separar ἕν Pl.Phd.97a, τὸ μεῖζον Arist.Pr.904a8
•fig. dividir, causar desacuerdo en τοὺς κατ' αὐτοῦ συμφωνοῦντας Chrys.M.57.405.
II intr., en v. med.-pas. dividirse op. συγκρίνεσθαι Pl.Lg.893e, op. προστίθεσθαι Pl.Phd.101b, διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο de soldados, X.Cyr.4.5.13, cf. I.AI 13.98, τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντος I.AI 6.153
•perf. estar dividido διέσχισται τὸ φλέβιον Arist.Pr.961b34, διέσχιστο δὲ ἡ πόλις en dos bandos, Charito 6.1.2, αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαι Dion.Alex. en Eus.HE 7.5.1, παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλων al escribir, Sch.D.T.191.21.
German (Pape)
[Seite 605] zerspalten, zerschneiden, zerreißen; Il. 16, 316 Od. 9, 71; κάλαμος διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; Gegensatz συγκρίνω, Legg. X, 893 e; Pass. = getrennt werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; uneinig sein, Charito 6, 1.
French (Bailly abrégé)
ao. διέσχισα;
1 fendre ; Pass. être fendu, être déchiré;
2 séparer, écarter ; Pass. être séparé (par une route), en parl. de troupes.
Étymologie: διά, σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σχίζω, met acc. uiteenscheuren, splijten, splitsen:; ἱστία δέ σφιν... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο de kracht van de wind scheurde hun zeilen uiteen Od. 9.71; pass.: νεῦρα διεσχίσθη de spieren werden uiteengescheurd Il. 16.316; διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο ze raakten uit elkaar door een bepaald pad te kiezen en verdwaalden Xen. Cyr. 4.5.13; ἐάν τις ἓν διασχίσῃ als men één splitst Plat. Phaed. 97a.
Russian (Dvoretsky)
διασχίζω:
1 раскалывать, расщеплять (ξύλον Arst.; κάλαμος διασχισθείς Theocr.; τοξεύμασι τὸ ὀστέον διεσχίσθην Plut.);
2 разрывать (τὸ ἱμάτιον Plat.; τριχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Hom.);
3 разделять, разобщать: διασχισθέντες τρίβῳ Xen. разделенные тропинкой, т. е. идущие разными дорогами, оторвавшиеся друг от друга.
Greek (Liddell-Scott)
διασχίζω: σχίζω εἰς δύο, διαχωρίζω, διχοτομῶ, ἱστία δε σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, νεῦρα διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· θοἰμάτιον δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει διάσχισμα, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.
English (Autenrieth)
aor. act. διέσχισε, aor. pass. διεσχίσθη: cleave asunder, sever, Od. 9.71 and Il. 16.316.
Greek Monolingual
(AM διασχίζω)
1. διχοτομώ, διατέμνω
2. σχίζω ή διαπερνώ σ' όλη την έκταση
νεοελλ.
διατρέχω απ' άκρου σ' άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη»)
αρχ.
μέσ.
1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα
2. βρίσκομαι σε διχόνοια.
Greek Monotonic
διασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω στα δύο, διαχωρίζω, διχοτομώ, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
to cleave or rend asunder, Od., Plat., etc.:—Pass. to be cloven asunder, Il.; of soldiers, to be separated, Xen.