μακαριστός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný;" to "Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný; Dutch: benijdenswaardig;")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makaristos
|Transliteration C=makaristos
|Beta Code=makaristo/s
|Beta Code=makaristo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[deemed]] or [[to be deemed happy]], ἐς Ἀΐδα κατέβα πᾶσιν μ. ἰδέσθαι <span class="title">IG</span>12.1085; πρὸς πάντων ἀνθρώπων <span class="bibl">Hdt.7.18</span>; ἡ ὑπὸ τῶν πολλῶν μ. αἵρεσις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>256c</span>; πᾶσι Χαλδαίοις <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.2.6</span>: abs., [[enviable]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 550</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.Vat.</span> 17</span>; μ. γάμος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1725</span>; ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα <span class="bibl">Theoc.7.83</span>, cf. Call.<span class="title">Epigr.</span>in <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1912.548 (fort. proparox., quasi-Sup. of <b class="b3">μάκαρ</b>): Comp. -ότερος <span class="bibl">Isoc.8.143</span>: Sup. -ότατος <span class="title">Lyr.Adesp.</span> 139.6, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.33</span>, <span class="bibl">Isoc.9.70</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>5765.4</span> (iii/iv A.D.), <span class="bibl">Man.1.209</span>; αἱ -όταται φύσεις Phld.<span class="title">Herc.</span>1232p.70V. Adv. -τῶς, διάγειν <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.6.1</span>.</span>
|Definition=μακαριστή, μακαριστόν, [[deemed happy]] or [[to be deemed happy]], ἐς Ἀΐδα κατέβα πᾶσιν μ. ἰδέσθαι IG12.1085; πρὸς πάντων ἀνθρώπων [[Herodotus|Hdt.]]7.18; ἡ ὑπὸ τῶν πολλῶν μ. [[αἵρεσις]] Pl.Phdr.256c; πᾶσι Χαλδαίοις X.Cyr.7.2.6: abs., [[enviable]], Ar.V. 550, Epicur.Sent.Vat. 17; μ. γάμος Ar.Av.1725; ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Theoc.7.83, cf. Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548 (fort. proparox., quasi-Sup. of [[μάκαρ]]): Comp. [[μακαριστότερος]] Isoc.8.143: Sup. μακαριστότατος Lyr.Adesp. 139.6, X.Mem.2.1.33, Isoc.9.70, Sammelb.5765.4 (iii/iv A.D.), Man.1.209; αἱ μακαριστόταται φύσεις Phld.Herc.1232p.70V. Adv. [[μακαριστῶς]] = [[blessedly]], [[fortunately]], [[διάγειν]] J.AJ2.6.1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu'on estime <i>ou</i> qu'on peut estimer heureux;<br /><i>Sp.</i> μακαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μακαρίζω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[glücklich]], [[selig]] zu [[preisen]], [[gepriesen]]</i>; τί γὰρ εὔδαιμον καὶ μακαριστὸν [[μᾶλλον]] νῦν ἐστὶ δικαστοῦ, Ar. <i>Vesp</i>. 550; ζήσουσι τοῦ μακαριστοῦ βίου μακαριώτερον, Plat. <i>Rep</i>. V.465d; τὴν μακαριστοτάτην εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι, Xen. <i>Mem</i>. 2.1.33; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκᾰριστός:''' [[счастливый]], [[завидный]] ([[βίος]] Plat.; [[εὐδαιμονία]] Xen.): μ. πρός τινος Her., [[ὑπό]] τινος Plat. и τινι Xen. почитаемый счастливым кем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰκᾰριστός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ζηλωτός]], ὁ θεωρούμενος ἢ δυνάμενος νὰ θεωρηθῇ [[μακάριος]], ὁ μακαριζόμενος, πρὸς πάντων ἀνθρώπων Ἡρόδ. 7. 18· ὑπὸ πολλῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256G· πᾶσι Χαλδαίοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6· ἀπολ., [[ἐπίφθονος]], «ζηλευτός», Ἀριστοφ. Σφ. 550, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33 (ἐν τῷ ὑπερ. -ιστότατος)· μ. [[γάμος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1725· ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Θεόκρ. 7. 83· Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 1.
|lstext='''μᾰκᾰριστός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ζηλωτός]], ὁ θεωρούμενος ἢ δυνάμενος νὰ θεωρηθῇ [[μακάριος]], ὁ μακαριζόμενος, πρὸς πάντων ἀνθρώπων Ἡρόδ. 7. 18· ὑπὸ πολλῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256G· πᾶσι Χαλδαίοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6· ἀπολ., [[ἐπίφθονος]], «ζηλευτός», Ἀριστοφ. Σφ. 550, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33 (ἐν τῷ ὑπερ. -ιστότατος)· μ. [[γάμος]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1725· ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Θεόκρ. 7. 83· Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on estime <i>ou</i> qu’on peut estimer heureux;<br /><i>Sp.</i> μακαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μακαρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''μᾰκᾰριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται [[ευτυχισμένος]], [[αξιοζήλευτος]].
|lsmtext='''μᾰκᾰριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται [[ευτυχισμένος]], [[αξιοζήλευτος]].
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μᾰκᾰριστός:''' счастливый, завидный ([[βίος]] Plat.; [[εὐδαιμονία]] Xen.): μ. πρός τινος Her., [[ὑπό]] τινος Plat. и τινι Xen. почитаемый счастливым кем-л.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[μακαρίζω]]<br />deemed or to be deemed [[happy]], [[enviable]], Hdt., Attic
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[μακαρίζω]]<br />deemed or to be deemed [[happy]], [[enviable]], Hdt., [[attic]]
|trtx====[[enviable]]===
Bulgarian: завиден; Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný; Dutch: [[benijdenswaardig]]; Galician: envexable; German: [[beneidenswert]]; Greek: [[αξιοζήλευτος]]; Ancient Greek: [[ἀγαῖος]], [[ἀξιόζηλος]], [[ἀξιοζήλωτος]], [[ἐπίζαλος]], [[ἐπίζηλος]], [[εὔζηλος]], [[ζαλωτός]], [[ζηλωτός]], [[μακαριστός]]; Italian: [[invidiabile]]; Manx: yn-troo; Maori: haetara; Portuguese: [[invejável]]; Russian: [[завидный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: завидан; Roman: závidan; Slovak: závideniahodný; Spanish: [[envidiable]]; Swedish: avundsvärd; Tajik: рашковар, рашкомез, рашкангез
}}
}}

Latest revision as of 16:33, 21 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰριστός Medium diacritics: μακαριστός Low diacritics: μακαριστός Capitals: ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: makaristós Transliteration B: makaristos Transliteration C: makaristos Beta Code: makaristo/s

English (LSJ)

μακαριστή, μακαριστόν, deemed happy or to be deemed happy, ἐς Ἀΐδα κατέβα πᾶσιν μ. ἰδέσθαι IG12.1085; πρὸς πάντων ἀνθρώπων Hdt.7.18; ἡ ὑπὸ τῶν πολλῶν μ. αἵρεσις Pl.Phdr.256c; πᾶσι Χαλδαίοις X.Cyr.7.2.6: abs., enviable, Ar.V. 550, Epicur.Sent.Vat. 17; μ. γάμος Ar.Av.1725; ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Theoc.7.83, cf. Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548 (fort. proparox., quasi-Sup. of μάκαρ): Comp. μακαριστότερος Isoc.8.143: Sup. μακαριστότατος Lyr.Adesp. 139.6, X.Mem.2.1.33, Isoc.9.70, Sammelb.5765.4 (iii/iv A.D.), Man.1.209; αἱ μακαριστόταται φύσεις Phld.Herc.1232p.70V. Adv. μακαριστῶς = blessedly, fortunately, διάγειν J.AJ2.6.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on estime ou qu'on peut estimer heureux;
Sp. μακαριστότατος.
Étymologie: μακαρίζω.

German (Pape)

glücklich, selig zu preisen, gepriesen; τί γὰρ εὔδαιμον καὶ μακαριστὸν μᾶλλον νῦν ἐστὶ δικαστοῦ, Ar. Vesp. 550; ζήσουσι τοῦ μακαριστοῦ βίου μακαριώτερον, Plat. Rep. V.465d; τὴν μακαριστοτάτην εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι, Xen. Mem. 2.1.33; Sp.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰριστός: счастливый, завидный (βίος Plat.; εὐδαιμονία Xen.): μ. πρός τινος Her., ὑπό τινος Plat. и τινι Xen. почитаемый счастливым кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰριστός: -ή, -όν, ὡς τὸ ζηλωτός, ὁ θεωρούμενος ἢ δυνάμενος νὰ θεωρηθῇ μακάριος, ὁ μακαριζόμενος, πρὸς πάντων ἀνθρώπων Ἡρόδ. 7. 18· ὑπὸ πολλῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 256G· πᾶσι Χαλδαίοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6· ἀπολ., ἐπίφθονος, «ζηλευτός», Ἀριστοφ. Σφ. 550, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33 (ἐν τῷ ὑπερ. -ιστότατος)· μ. γάμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1725· ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Θεόκρ. 7. 83· Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 6, 1.

Greek Monolingual

μακαριστός, -ή, -όν (AM) μακαρίζω
αυτός που θεωρείται μακάριος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόν
μακαρισμός, καλοτύχισμα
αρχ.
ζηλευτός, ποθητός.
επίρρ...
μακαριστῶς (Α)
με μακαριστό τρόπο.

Greek Monotonic

μᾰκᾰριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που θεωρείται ή αυτός που πρέπει να θεωρείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος.

Middle Liddell

verb. adj. of μακαρίζω
deemed or to be deemed happy, enviable, Hdt., Attic

Translations

enviable

Bulgarian: завиден; Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný; Dutch: benijdenswaardig; Galician: envexable; German: beneidenswert; Greek: αξιοζήλευτος; Ancient Greek: ἀγαῖος, ἀξιόζηλος, ἀξιοζήλωτος, ἐπίζαλος, ἐπίζηλος, εὔζηλος, ζαλωτός, ζηλωτός, μακαριστός; Italian: invidiabile; Manx: yn-troo; Maori: haetara; Portuguese: invejável; Russian: завидный; Serbo-Croatian Cyrillic: завидан; Roman: závidan; Slovak: závideniahodný; Spanish: envidiable; Swedish: avundsvärd; Tajik: рашковар, рашкомез, рашкангез