τριοδίτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Pythag. name" to "Pythagorean name") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trioditis | |Transliteration C=trioditis | ||
|Beta Code=triodi/ths | |Beta Code=triodi/ths | ||
|Definition=[ῑτ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑτ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who frequents cross-roads]]: <b class="b3">τριοδίτας· τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους</b>, ''AB''309; <b class="b3">τριοδίτης τριπύλιος</b>, title of Menippean Satire by [[Varro]], Non.p.306L.<br><span class="bld">II</span> τριοδῖτις, ιδος, ἡ, [[epithet]] of [[Hecate]], [[who was worshipped at the meeting of three ways]], Chariclid. 1, cf. Corn.''ND'' 34.<br><span class="bld">b</span> [[epithet]] of the Moon, Plu.2.937f, Doroth. in ''Cat.Cod.Astr.''2.82.<br><span class="bld">2</span> σοβὰς τ. [[street-walker]], Ph.1.568.<br><span class="bld">3</span> generally, [[common]], [[vulgar]], [[Μοῦσα]] Tz.''H.''12.513.<br><span class="bld">4</span> Pythagorean name of 6, Anatol. ap.''Theol.Ar.''37. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] τών τριόδων, [[άνθρωπος]] του δρόμου, [[οκνηρός]] και [[ανυπόληπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ | |mltxt=ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] τών τριόδων, [[άνθρωπος]] του δρόμου, [[οκνηρός]] και [[ανυπόληπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ τριοδῖτις</i><br />[[γυναίκα]] του δρόμου, άσεμνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις [[τριόδους]]<br /><b>2.</b> πυθαγόρεια [[ονομασία]] του αριθμού έξι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>auf dem Dreiwege</i>, überhaupt <i>[[Einer]], der sich auf den [[Gassen]] herumtreibt, ein [[gemeiner]] pöbelhafter [[Mensch]], B.A</i>. 309 und andere Spätere | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 9 February 2024
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ,
A one who frequents cross-roads: τριοδίτας· τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους, AB309; τριοδίτης τριπύλιος, title of Menippean Satire by Varro, Non.p.306L.
II τριοδῖτις, ιδος, ἡ, epithet of Hecate, who was worshipped at the meeting of three ways, Chariclid. 1, cf. Corn.ND 34.
b epithet of the Moon, Plu.2.937f, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82.
2 σοβὰς τ. street-walker, Ph.1.568.
3 generally, common, vulgar, Μοῦσα Tz.H.12.513.
4 Pythagorean name of 6, Anatol. ap.Theol.Ar.37.
Greek (Liddell-Scott)
τριοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς τριόδους· καθόλου, ἄνθρωπος ὀκνηρὸς καὶ χυδαῖος, ἄνθρωπος τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, Ἑκάτη τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. τρίμορφος. 2) τριοδῖτις σοβάς, ἡ τὰς τριόδους περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) καθόλου, κοινός, χυδαῖος, πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος του δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος
2. το θηλ. ἡ τριοδῖτις
γυναίκα του δρόμου, άσεμνη
αρχ.
το θηλ.
1. προσωνυμία της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους
2. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. -ίτης].
German (Pape)
ὁ, auf dem Dreiwege, überhaupt Einer, der sich auf den Gassen herumtreibt, ein gemeiner pöbelhafter Mensch, B.A. 309 und andere Spätere