ἐμμαίνομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emmainomai | |Transliteration C=emmainomai | ||
|Beta Code=e)mmai/nomai | |Beta Code=e)mmai/nomai | ||
|Definition= | |Definition=to [[be mad at]], τινί ''Act.Ap.''26.11, J.''AJ''17.6.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[enfurecerse]] αὐτοῖς <i>Act.Ap</i>.26.11, cf. I.<i>AI</i> 17.174.<br /><b class="num">2</b> [[estar enloquecido]] Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.<i>in Zach</i>.2.208. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] dabei rasen, τινί, N. T., Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] dabei rasen, τινί, [[NT|N.T.]], Ios. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[être furieux contre]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαίνομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμμαίνομαι:''' [[неистовствовать]] (τινι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμαίνομαι''': ἀποθ., καθίσταμαι [[μανιώδης]] [[ἐναντίον]] τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5. | |lstext='''ἐμμαίνομαι''': ἀποθ., καθίσταμαι [[μανιώδης]] [[ἐναντίον]] τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμμαίνομαι:''' (ἐν), αποθ., [[γίνομαι]] [[έξαλλος]], εξοργίζομαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἐμμαίνομαι:''' (ἐν), αποθ., [[γίνομαι]] [[έξαλλος]], εξοργίζομαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:35, 23 November 2023
English (LSJ)
to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.
Spanish (DGE)
1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.
German (Pape)
[Seite 807] dabei rasen, τινί, N.T., Ios.
French (Bailly abrégé)
être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμαίνομαι: неистовствовать (τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.
English (Strong)
from ἐν and μαίνομαι; to rave on, i.e. rage at: be mad against.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); τίνι, to rage against (A. V. to be exceedingly mad against) one: Acts 26:11; besides only in Joseph; Antiquities 17,6, 5.
Greek Monolingual
ἐμμαίνομαι (AM)
μαίνομαι εναντίον κάποιου, καταδιώκω με μανία κάποιον.
Greek Monotonic
ἐμμαίνομαι: (ἐν), αποθ., γίνομαι έξαλλος, εξοργίζομαι με κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[ἐν]
Dep. to be mad at a thing, c. dat., NTest.
Chinese
原文音譯:™mma⋯nomai 恩-買挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在內-瘋 狂
字義溯源:憤怒,暴怒,惱恨;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(μαίνομαι)=怒吼)組成;而 (μαίνομαι)出自(μάχομαι)X*=渴望)。保羅自己述說,他從前迫害信徒時,所用的字眼
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 惱恨(1) 徒26:11