ἑστιάτωρ: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἑστιᾱ́τωρ | ||
|Medium diacritics=ἑστιάτωρ | |Medium diacritics=ἑστιάτωρ | ||
|Low diacritics=εστιάτωρ | |Low diacritics=εστιάτωρ | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=estiator | |Transliteration C=estiator | ||
|Beta Code=e(stia/twr | |Beta Code=e(stia/twr | ||
|Definition=ορος, ὁ, < | |Definition=-ορος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who gives a banquet]], [[host]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 421b, ''Ti.''17a, Charond. ap. Stob.4.2.24, Ph.2.70, Them.''Or.''24.301a.<br><span class="bld">2</span> at Athens, the [[citizen]] on whom the [[liturgy]] of [[ἑστίασις]] ([[quod vide|q.v.]]) fell, D.20.21,39.7.<br><span class="bld">b</span> at Delphi, [[manager of the commissariat]] at the [[Pythais]], ''SIG''711 ''D''217, al. (ii B. C.).<br><span class="bld">3</span> metaph., ἑ. τοῦ λόγου Philostr.''VA''6.10.<br><span class="bld">II</span> [[guest]], Posidon.9 J.<br><span class="bld">III</span> [[ἱστιάτορες]], οἱ, [[office-bearers of a religious association]] ([[ὀργεῶνες]]), ''IG'' 22.1259 (iv B. C.); = [[ἐσσῆνες]] (A) 1, at [[Ephesus]], Paus.8.13.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορός (ὁ) :<br />[[celui qui donne un repas comme maître de maison]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], ὁ, <i>der [[bewirtet]], einen [[Schmaus]] gibt, der Wirt</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[δαιτυμών]], Plat. <i>Tim</i>. zu Anf., <i>Rep</i>. IV.421b und Folgde. Bes. in [[Athen]] <i>[[derjenige]], der die [[Speisung]] der Stammgenossen als eine [[Liturgie]] [[übernommen]] hat</i>; vgl. Dem. <i>Lept</i>. 21; s. Böckh <i>Staatshaush</i>. I S. 498. – Posidon. bei Ath. XII.540c braucht es = <i>Gast</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑστιάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[устроитель званого обеда]], [[хозяин]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[устроитель обеда для членов своей филы]] (см. [[ἑστίασις]]<br /><b class="num">2</b> Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστιάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἑστιάτωρ]]· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, [[ἤγουν]] [[τροφεύς]]». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς [[ἑαυτοῦ]] συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. [[ἑστίασις]], [[ἑστιάω]]. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος [[ἕκαστος]] ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 540C. | |lstext='''ἑστιάτωρ''': ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἑστιάτωρ]]· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, [[ἤγουν]] [[τροφεύς]]». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς [[ἑαυτοῦ]] συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. [[ἑστίασις]], [[ἑστιάω]]. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος [[ἕκαστος]] ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 540C. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑστιάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει [[συμπόσιο]], [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσκαλεί σε [[γεύμα]] ή [[δείπνο]], αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο [[πολίτης]] που ήταν [[σειρά]] του να παραθέσει [[δείπνο]] στη [[φυλή]] του, σε Δημ. | |lsmtext='''ἑστιάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει [[συμπόσιο]], [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσκαλεί σε [[γεύμα]] ή [[δείπνο]], αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο [[πολίτης]] που ήταν [[σειρά]] του να παραθέσει [[δείπνο]] στη [[φυλή]] του, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἑστιά¯τωρ, ορος, [from [[ἑστιάω]]<br />one who gives a [[banquet]], a [[host]], Plat.:—at [[Athens]], the [[citizen]] whose [[turn]] it was to [[give]] a [[dinner]] to his [[tribe]], Dem. | |mdlsjtxt=ἑστιά¯τωρ, ορος, [from [[ἑστιάω]]<br />one who gives a [[banquet]], a [[host]], Plat.:—at [[Athens]], the [[citizen]] whose [[turn]] it was to [[give]] a [[dinner]] to his [[tribe]], Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[at a dinner]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A one who gives a banquet, host, Pl.R. 421b, Ti.17a, Charond. ap. Stob.4.2.24, Ph.2.70, Them.Or.24.301a.
2 at Athens, the citizen on whom the liturgy of ἑστίασις (q.v.) fell, D.20.21,39.7.
b at Delphi, manager of the commissariat at the Pythais, SIG711 D217, al. (ii B. C.).
3 metaph., ἑ. τοῦ λόγου Philostr.VA6.10.
II guest, Posidon.9 J.
III ἱστιάτορες, οἱ, office-bearers of a religious association (ὀργεῶνες), IG 22.1259 (iv B. C.); = ἐσσῆνες (A) 1, at Ephesus, Paus.8.13.1.
French (Bailly abrégé)
ορός (ὁ) :
celui qui donne un repas comme maître de maison.
Étymologie: ἑστιάω.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, der bewirtet, einen Schmaus gibt, der Wirt, Gegensatz δαιτυμών, Plat. Tim. zu Anf., Rep. IV.421b und Folgde. Bes. in Athen derjenige, der die Speisung der Stammgenossen als eine Liturgie übernommen hat; vgl. Dem. Lept. 21; s. Böckh Staatshaush. I S. 498. – Posidon. bei Ath. XII.540c braucht es = Gast.
Russian (Dvoretsky)
ἑστιάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ
1 устроитель званого обеда, хозяин Plat.;
2 устроитель обеда для членов своей филы (см. ἑστίασις
2 Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, ὁ ἑστιῶν τινα, ὁ φιλεύων ἤ φιλοξενῶν τινα, Πλάτ. Πολ. 421Β, Τίμ. ἐν ἀρχῇ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑστιάτωρ· ὁ δειπνίζων, ὁ εἰς εὐφροσύνην καί εὐωχίαν καλῶν, ἤγουν τροφεύς». 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τράπεζαν παρατιθείς τοῖς ἑαυτοῦ συμφυλέταις, «εἱστίων (δέ) τάς φυλάς οἱ μέν ἐθελονταί οἱ δέ κληρωτοί» (Ἁρποκρ.) Δημ. 463. 15., 996, 24· πρβλ. ἑστίασις, ἑστιάω. 3) μεταφ. ὁ ἐξαπατῶν Θεμίστ. 301Α. ΙΙ. ὁ ἑστιώμενος, φιλευόμενος ἕκαστος ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καί πτηνῶν καί θαλαττίων ζῴων Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 540C.
Greek Monotonic
ἑστιάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που παραθέτει συμπόσιο, οικοδεσπότης, αυτός που προσκαλεί σε γεύμα ή δείπνο, αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο πολίτης που ήταν σειρά του να παραθέσει δείπνο στη φυλή του, σε Δημ.
Middle Liddell
ἑστιά¯τωρ, ορος, [from ἑστιάω
one who gives a banquet, a host, Plat.:—at Athens, the citizen whose turn it was to give a dinner to his tribe, Dem.