ἀριστίνδην: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristindin | |Transliteration C=aristindin | ||
|Beta Code=a)risti/ndhn | |Beta Code=a)risti/ndhn | ||
|Definition=[ᾰ], Adv., (ἄριστος) | |Definition=[ᾰ], Adv., ([[ἄριστος]]) [[according to birth]] or [[merit]], αἱρεῖσθαι ''IG''1.61, cf.9(1).333.12 (Locr.-δαν), Lexap.D.43.57, Theopomp. Hist.217a; Ἀθηναίων πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. καὶ τῶν συμμάχων And. 3.30, cf. Isoc.4.146, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''855c; κατ' ἐκλογὴν ἀ. κεκριμένοι Plb.6.10.9; opp. [[πλουτίνδην]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1273a23, cf. ''Ath.''3.1, Plu.''Lys.''13. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀριστίνδα <i>IG</i> 7.188.9 (Pagas III a.C.); ἀριστίνδαν <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.(1).717.12 (Calion V a.C.)<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en razón de su nobleza]] αἱρεῖσθαι ἀ. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.104.19 (V a.C.), 9<sup>2</sup>.(1).717.12, Ley en D.43.57, op. [[πλουτίνδην]] Arist.<i>Pol</i>.1273<sup>a</sup>23, <i>IG</i> 7.l.c., Plu.2.154c, <i>Lys</i>.13<br /><b class="num">•</b>op. [[κατὰ ψῆφον]] Philostr.<i>VA</i> 3.30, πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. And.3.30.<br /><b class="num">2</b> [[en razón de su valia]] Isoc.4.146, Theopomp.Hist.224, Pl.<i>Lg</i>.855c, Plb.6.10.9. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] nach der Güte der Herkunft, nach dem Adel des Geschlechts, οὐκ [[ἀριστίνδην]] ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146; πολλοὺς [[ἀριστίνδην]] ὀλέσαντες Andoc. 3, 30; Plut. Sol. 12; übh. τὸ τῶν ἀρχόντων ἀρ. ἀπομερισθὲν [[δικαστήριον]] Plat. Legg. IX, 855 c, wo die Besten ausgewählt sind; αἱρεῖσθαι Dem. 43, 57; Pol. 6, 10, 9; ἀπεδείκνυε τοὺς ἄρχοντας ἀρ. Plut. Lys. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] nach der Güte der Herkunft, nach dem Adel des Geschlechts, οὐκ [[ἀριστίνδην]] ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146; πολλοὺς [[ἀριστίνδην]] ὀλέσαντες Andoc. 3, 30; Plut. Sol. 12; übh. τὸ τῶν ἀρχόντων ἀρ. ἀπομερισθὲν [[δικαστήριον]] Plat. Legg. IX, 855 c, wo die Besten ausgewählt sind; αἱρεῖσθαι Dem. 43, 57; Pol. 6, 10, 9; ἀπεδείκνυε τοὺς ἄρχοντας ἀρ. Plut. Lys. 13. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />par rang de noblesse <i>ou</i> de mérite.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], -δην. | |btext=<i>adv.</i><br />par rang de noblesse <i>ou</i> de mérite.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], -δην. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀριστίνδην:''' (ᾰ) adv. по (признаку) знатности или по достоинству (ἐπιλέγεσθαι Isocr.; ἀπομερίζεσθαι Plat.; αἱρεῖσθαι Arst., Dem., Polyb.; ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀριστίνδην''': ἐπίρρ. (ἄριστος) κατ’ ἀξίαν, κατ’ ἐκλογὴν τοῦ ἀρίστου, Ἀνδοκ. 27. 22, Ἰσοκρ. 71Β, Πλάτ. Νόμ. 855C· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πλουτίνδην]], Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3 καὶ 8· παραπλήσιον τῷ κατ’ ἀρετὴν [[αὐτόθι]] 9· ἤ κατ’ ἀξίαν 3. 5, 5· πρβλ. [[ἀριστοκρατία]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀριστίνδην]]) <b>επίρρ.</b><br />σύμφωνα με την [[αξία]] του αρίστου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αριστίνδην]] [[βουλευτής]], [[γερουσιαστής]]» — σύμφωνα με την [[αξία]], [[εκλογή]] από τους καλύτερους<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[συγκρότηση]] της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη [[επιλογή]] του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνδην</i> ([[παρέκταση]] επιρρηματικού σχηματισμού σε -<i>ιν</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. -<i>in</i> ή -<i>im</i>)<br / | |mltxt=(AM [[ἀριστίνδην]]) <b>επίρρ.</b><br />σύμφωνα με την [[αξία]] του αρίστου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αριστίνδην]] [[βουλευτής]], [[γερουσιαστής]]» — σύμφωνα με την [[αξία]], [[εκλογή]] από τους καλύτερους<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[συγκρότηση]] της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη [[επιλογή]] του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνδην</i> ([[παρέκταση]] επιρρηματικού σχηματισμού σε -<i>ιν</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. -<i>in</i> ή -<i>im</i>)<br />[[πρβλ]]. [[πλουτίνδην]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:34, 21 November 2024
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (ἄριστος) according to birth or merit, αἱρεῖσθαι IG1.61, cf.9(1).333.12 (Locr.-δαν), Lexap.D.43.57, Theopomp. Hist.217a; Ἀθηναίων πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. καὶ τῶν συμμάχων And. 3.30, cf. Isoc.4.146, Pl.Lg.855c; κατ' ἐκλογὴν ἀ. κεκριμένοι Plb.6.10.9; opp. πλουτίνδην, Arist.Pol.1273a23, cf. Ath.3.1, Plu.Lys.13.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀριστίνδα IG 7.188.9 (Pagas III a.C.); ἀριστίνδαν IG 92.(1).717.12 (Calion V a.C.)
adv.
1 en razón de su nobleza αἱρεῖσθαι ἀ. IG 13.104.19 (V a.C.), 92.(1).717.12, Ley en D.43.57, op. πλουτίνδην Arist.Pol.1273a23, IG 7.l.c., Plu.2.154c, Lys.13
•op. κατὰ ψῆφον Philostr.VA 3.30, πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. And.3.30.
2 en razón de su valia Isoc.4.146, Theopomp.Hist.224, Pl.Lg.855c, Plb.6.10.9.
German (Pape)
[Seite 352] nach der Güte der Herkunft, nach dem Adel des Geschlechts, οὐκ ἀριστίνδην ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146; πολλοὺς ἀριστίνδην ὀλέσαντες Andoc. 3, 30; Plut. Sol. 12; übh. τὸ τῶν ἀρχόντων ἀρ. ἀπομερισθὲν δικαστήριον Plat. Legg. IX, 855 c, wo die Besten ausgewählt sind; αἱρεῖσθαι Dem. 43, 57; Pol. 6, 10, 9; ἀπεδείκνυε τοὺς ἄρχοντας ἀρ. Plut. Lys. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
par rang de noblesse ou de mérite.
Étymologie: ἄριστος, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστίνδην: (ᾰ) adv. по (признаку) знатности или по достоинству (ἐπιλέγεσθαι Isocr.; ἀπομερίζεσθαι Plat.; αἱρεῖσθαι Arst., Dem., Polyb.; ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστίνδην: ἐπίρρ. (ἄριστος) κατ’ ἀξίαν, κατ’ ἐκλογὴν τοῦ ἀρίστου, Ἀνδοκ. 27. 22, Ἰσοκρ. 71Β, Πλάτ. Νόμ. 855C· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλουτίνδην, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3 καὶ 8· παραπλήσιον τῷ κατ’ ἀρετὴν αὐτόθι 9· ἤ κατ’ ἀξίαν 3. 5, 5· πρβλ. ἀριστοκρατία.
Greek Monolingual
(AM ἀριστίνδην) επίρρ.
σύμφωνα με την αξία του αρίστου
νεοελλ.
1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» — σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους
2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ίνδην (παρέκταση επιρρηματικού σχηματισμού σε -ιν < ΙΕ. -in ή -im)
πρβλ. πλουτίνδην.