ἀκάρπωτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akarpotos
|Transliteration C=akarpotos
|Beta Code=a)ka/rpwtos
|Beta Code=a)ka/rpwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not made fruitful]], [[uncultivated]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.13.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">χρησμὸς ἀ</b>. [[unfulfilled]] oracle, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>714</span>; <b class="b3">νίκας ἀκάρπωτον χάριν</b> because of some victory [[which yielded her no tribute]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>176</span>.</span>
|Definition=ἀκάρπωτον,<br><span class="bld">A</span> [[not made fruitful]], [[uncultivated]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.13.3.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">χρησμὸς ἀ.</b> [[unfulfilled]] oracle, A.''Eu.''714; <b class="b3">νίκας ἀκάρπωτον χάριν</b> because of some victory [[which yielded her no tribute]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''176.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀκάρπωτος''': -ον, = ὁ μὴ γινόμενος [[καρποφόρος]], ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον [[χάριν]], [[ἕνεκα]] νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inculto]] γῆ Thphr.<i>CP</i> 3.13.3.<br /><b class="num">2</b> [[infructuoso]] νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.<i>Ai</i>.176<br /><b class="num">•</b>de un oráculo [[no cumplido]] A.<i>Eu</i>.714.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; <i>fig.</i> χρησμὸς [[ἀκάρπωτος]] ESCHL oracle qui n’est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d’une victoire dont elle n’a pas recueilli le fruit.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καρπόω]].
|btext=ος, ον :<br />dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; <i>fig.</i> χρησμὸς [[ἀκάρπωτος]] ESCHL oracle qui n'est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d'une victoire dont elle n'a pas recueilli le fruit.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[καρπόω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne [[Frucht]]</i>, γῆ Theophr. – Aesch. <i>Eum</i>. 684 χρησμοὶ ἀκ., <i>nicht erfüllte [[Orakel]]</i>; Soph. <i>Aj</i>. 176 νίκας ἀκάρπωτον χάριν, <i>[[wegen]] eines fruchtlosen Sieges, für den nicht [[gedankt]] wird</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάρπωτος:''' досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный ([[χρησμός]] Eur.; νίκας [[χάρις]] Soph.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inculto]] γῆ Thphr.<i>CP</i> 3.13.3.<br /><b class="num">2</b> [[infructuoso]] νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.<i>Ai</i>.176<br /><b class="num">•</b>de un oráculo [[no cumplido]] A.<i>Eu</i>.714.
|lstext='''ἀκάρπωτος''': -ον, = ὁ μὴ γινόμενος [[καρποφόρος]], ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον [[χάριν]], [[ἕνεκα]] νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάρπωτος:''' -ον ([[καρπόω]]), αυτός που δεν γίνεται [[καρποφόρος]], που δεν παράγει καρπούς, [[άκαρπος]]· λέγεται για χρησμό, [[άκαρπος]], [[ανεκπλήρωτος]], σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον [[χάριν]], λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀκάρπωτος:''' -ον ([[καρπόω]]), αυτός που δεν γίνεται [[καρποφόρος]], που δεν παράγει καρπούς, [[άκαρπος]]· λέγεται για χρησμό, [[άκαρπος]], [[ανεκπλήρωτος]], σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον [[χάριν]], λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάρπωτος:''' досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный ([[χρησμός]] Eur.; νίκας [[χάρις]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάρπωτος Medium diacritics: ἀκάρπωτος Low diacritics: ακάρπωτος Capitals: ΑΚΑΡΠΩΤΟΣ
Transliteration A: akárpōtos Transliteration B: akarpōtos Transliteration C: akarpotos Beta Code: a)ka/rpwtos

English (LSJ)

ἀκάρπωτον,
A not made fruitful, uncultivated, Thphr. CP 3.13.3.
2 metaph., χρησμὸς ἀ. unfulfilled oracle, A.Eu.714; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of some victory which yielded her no tribute, S.Aj.176.

Spanish (DGE)

-ον
1 inculto γῆ Thphr.CP 3.13.3.
2 infructuoso νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.Ai.176
de un oráculo no cumplido A.Eu.714.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; fig. χρησμὸς ἀκάρπωτος ESCHL oracle qui n'est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d'une victoire dont elle n'a pas recueilli le fruit.
Étymologie: , καρπόω.

German (Pape)

ohne Frucht, γῆ Theophr. – Aesch. Eum. 684 χρησμοὶ ἀκ., nicht erfüllte Orakel; Soph. Aj. 176 νίκας ἀκάρπωτον χάριν, wegen eines fruchtlosen Sieges, für den nicht gedankt wird.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάρπωτος: досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный (χρησμός Eur.; νίκας χάρις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπωτος: -ον, = ὁ μὴ γινόμενος καρποφόρος, ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον χάριν, ἕνεκα νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπωτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μεστώσει
«ακάρπωτα κουκιά»
ΙΙ αρχ.
1. αδούλευτος, ακαλλιέργητοςἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.)
2. ανώφελος, μάταιος
«νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176)
3. ο ανεκπλήρωτος
«χρησμὸς ἀκάρπωτος» (Αισχύλ. Ευμ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καρπῶ «φέρω καρπούς»
νεοελλ.
καρπώνω, «μεστώνω»].

Greek Monotonic

ἀκάρπωτος: -ον (καρπόω), αυτός που δεν γίνεται καρποφόρος, που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος· λέγεται για χρησμό, άκαρπος, ανεκπλήρωτος, σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον χάριν, λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ.

Middle Liddell

καρπόω
not made fruitful, without fruit: of an oracle, fruitless, unfulfilled, Aesch.; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of victory which yielded no fruit, Soph.

English (Woodhouse)

fruitless, vain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)