ὑπερπερισσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperperisseyo
|Transliteration C=yperperisseyo
|Beta Code=u(perperisseu/w
|Beta Code=u(perperisseu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[abound much more]], [[be in great excess]], χάρις <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>5.20</span>:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ <b class="b2">2Ep.Cor</b>. <span class="bibl">7.4</span>.</span>
|Definition=[[abound much more]], [[be in great excess]], χάρις ''Ep.Rom.''5.20:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ 2Ep.Cor. 7.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=[[surabonder]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑπερπερισσεύομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[περισσεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπερισσεύω:''' тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ [[χάρις]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερπερισσεύω''': [[ὑπερπλεονάζω]], ὑπερπεριττεῦον τὸ [[αἷμα]] Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ [[χάρις]] Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.
|lstext='''ὑπερπερισσεύω''': [[ὑπερπλεονάζω]], ὑπερπεριττεῦον τὸ [[αἷμα]] Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ [[χάρις]] Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.
}}
{{bailly
|btext=surabonder;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπερπερισσεύομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[περισσεύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α [[περισσεύω]]<br />[[περισσεύω]] [[πάρα]] πολύ, [[πλεονάζω]] σε μεγάλο βαθμό.
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α [[περισσεύω]]<br />[[περισσεύω]] [[πάρα]] πολύ, [[πλεονάζω]] σε μεγάλο βαθμό.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπερισσεύω:''' тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ [[χάρις]] NT).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ØperperisseÚw 虛胚而-胚里修哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':在上-周圍<br />'''字義溯源''':極充分,顯去豐富,大大增多,更顯多,滿溢,溢出,分外的;由([[ὑπέρ]] / [[ὑπερεγώ]])*=在上,過於)與([[περισσεύω]])=充足有餘)組成,其中 ([[περισσεύω]])出自([[περισσός]])=極多的), ([[περισσός]])出自([[περί]] / [[περαιτέρω]])=經由,周圍), ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<br />'''出現次數''':總共(2);羅(1);林後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 我分外的(1) 林後7:4;<br />2) 就更顯多了(1) 羅5:20
|sngr='''原文音譯''':ØperperisseÚw 虛胚而-胚里修哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':在上-周圍<br />'''字義溯源''':極充分,顯去豐富,大大增多,更顯多,滿溢,溢出,分外的;由([[ὑπέρ]] / [[ὑπερεγώ]])*=在上,過於)與([[περισσεύω]])=充足有餘)組成,其中 ([[περισσεύω]])出自([[περισσός]])=極多的), ([[περισσός]])出自([[περί]] / [[περαιτέρω]])=經由,周圍), ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<br />'''出現次數''':總共(2);羅(1);林後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 我分外的(1) 林後7:4;<br />2) 就更顯多了(1) 羅5:20
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπερισσεύω Medium diacritics: ὑπερπερισσεύω Low diacritics: υπερπερισσεύω Capitals: ΥΠΕΡΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: hyperperisseúō Transliteration B: hyperperisseuō Transliteration C: yperperisseyo Beta Code: u(perperisseu/w

English (LSJ)

abound much more, be in great excess, χάρις Ep.Rom.5.20:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ 2Ep.Cor. 7.4.

German (Pape)

[Seite 1200] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N.T.

French (Bailly abrégé)

surabonder;
Moy. ὑπερπερισσεύομαι m. sign.
Étymologie: ὑπέρ, περισσεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπερισσεύω: тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ χάρις NT).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπερισσεύω: ὑπερπλεονάζω, ὑπερπεριττεῦον τὸ αἷμα Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.

English (Strong)

from ὑπέρ and περισσεύω; to super-abound: abound much more, exceeding.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπερίσσευσα; present passive ὑπερπερισσεύομαι; (Vulg. superabundo); to abound beyond measure, abound exceedingly: περισσεύω, 2), to overflow, to enjoy abundantly: with a dative of the thing, Moschion de passage mulier., p. 6, Dewez edition; Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α περισσεύω
περισσεύω πάρα πολύ, πλεονάζω σε μεγάλο βαθμό.

Chinese

原文音譯:ØperperisseÚw 虛胚而-胚里修哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-周圍
字義溯源:極充分,顯去豐富,大大增多,更顯多,滿溢,溢出,分外的;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(περισσεύω)=充足有餘)組成,其中 (περισσεύω)出自(περισσός)=極多的), (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)
譯字彙編
1) 我分外的(1) 林後7:4;
2) 就更顯多了(1) 羅5:20