ἀπαγής: Difference between revisions
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apagis | |Transliteration C=apagis | ||
|Beta Code=a)pagh/s | |Beta Code=a)pagh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀπαγές, ([[πήγνυμι]]) [[not firm]] or [[stiff]], πῖλοι ἀπαγέες [[Herodotus|Hdt.]]7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, [[flabby]], D.L.7.1, Poll.1.191. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[flexible]] πίλους ἀπαγέας Hdt.7.61<br /><b class="num">•</b>[[fluido]] del agua ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον Gal.8.677<br /><b class="num">•</b>[[blando]] τὸ γὰρ ὀστοῦν ἔτι ἀ. Antyll. en Orib.46.28.5, de la carne, D.L.7.1, Poll.1.191.<br /><b class="num">2</b> fig. [[incierto]] ὁ λόγος Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.1 (p.8.11)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[incertidumbre]] τὸ περὶ τὴν πρόρρησιν ἀπαγές Gr.Nyss.M.45.165B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] ές ([[πήγνυμι]]), nicht zusammengefügt, nicht fest, [[πῖλος]] Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] ές ([[πήγνυμι]]), nicht zusammengefügt, nicht fest, [[πῖλος]] Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[sans consistance]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πήγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπᾰγής:'''<br /><b class="num">1</b> [[неплотный]] (πῖλοι Her.; [[ὕδωρ]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[дряблый]], [[вялый]] (''[[sc.]]'' [[σῶμα]] Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπᾰγής''': -ές, ([[πήγνυμι]]) ὁ μὴ στερεὸς ἢ [[σκληρός]], [[μαλακός]], πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας [[αὐτόθι]] 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, [[χαλαρός]], [[πλαδαρός]], [[χαῦνος]], Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33. | |lstext='''ἀπᾰγής''': -ές, ([[πήγνυμι]]) ὁ μὴ στερεὸς ἢ [[σκληρός]], [[μαλακός]], πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας [[αὐτόθι]] 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, [[χαλαρός]], [[πλαδαρός]], [[χαῦνος]], Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαγής]] (- | |mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῖλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[σταθερός]], [[σκληρός]] ή [[στερεός]], λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που δεν είναι [[σταθερός]], [[σκληρός]] ή [[στερεός]], λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />not [[firm]] or [[stiff]], of Persian caps, Hdt. | |mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />not [[firm]] or [[stiff]], of Persian caps, Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
English (LSJ)
ἀπαγές, (πήγνυμι) not firm or stiff, πῖλοι ἀπαγέες Hdt.7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, flabby, D.L.7.1, Poll.1.191.
Spanish (DGE)
-ές
1 flexible πίλους ἀπαγέας Hdt.7.61
•fluido del agua ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον Gal.8.677
•blando τὸ γὰρ ὀστοῦν ἔτι ἀ. Antyll. en Orib.46.28.5, de la carne, D.L.7.1, Poll.1.191.
2 fig. incierto ὁ λόγος Gr.Nyss.Or.Catech.1 (p.8.11)
•subst. τὸ ἀ. incertidumbre τὸ περὶ τὴν πρόρρησιν ἀπαγές Gr.Nyss.M.45.165B.
German (Pape)
[Seite 273] ές (πήγνυμι), nicht zusammengefügt, nicht fest, πῖλος Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans consistance.
Étymologie: ἀ, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰγής:
1 неплотный (πῖλοι Her.; ὕδωρ Plat.);
2 дряблый, вялый (sc. σῶμα Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ μὴ στερεὸς ἢ σκληρός, μαλακός, πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας αὐτόθι 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, χαλαρός, πλαδαρός, χαῦνος, Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33.
Greek Monolingual
ἀπαγής (-οῦς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῖλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρός («ὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που δεν είναι σταθερός, σκληρός ή στερεός, λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ.